Δευτέρα 26 Φεβρουαρίου 2007

στο μετρό

στο μετρό είδα σήμερα ένα ζευγάρι που περπατούσαν αγκαζέ. Τα βήματά τους ήταν απολύτως συγχρονισμένα, τόσο που από το πλάι έμοιαζαν σαν να ήταν ένας.

Σάββατο 24 Φεβρουαρίου 2007


περί παραμυθάδων







Όταν σου πω μια ιστορία


Η ιστορία είναι ψέμα



Αλλά σκέψου καλά,


Όμορφη κοπέλα, καλό παιδί


Η ιστορία είναι ψέμα


Ό, τι λέει αλήθεια.


Εισαγωγή στο The Dreamer Awakes της Alice Kane.


Μία φορά και έναν καιρό ήταν μία γυναίκα που έλεγε ιστορίες. Περνούσαν δίπλα της καμιά φορά άνθρωποι στο δρόμο, ή κάθονταν δίπλα της στο λεωφορείο, και νόμιζαν ότι ήταν σαν τις άλλες γυναίκες, αλλά ήταν και δεν ήταν. Ακόμη και ανάμεσα στις ιστορίες, όταν έλεγε τις λέξεις ένα κομμάτι ψωμί ή τις λέξεις ένα ποτήρι νερό, απέδιδε σε αυτά τα χρειώδη όλη την αξιοπρέπεια και τη μαγεία που κατείχαν πριν αρχίσουν τα ρολόγια να ηχούν ή να κόβονται τα νομίσματα ή να προέρχεται το φαγητό από καταστήματα. Έλυνε τα ξόρκια μόνο με τις λέξεις. Κι όμως δεν ήταν μόνο οι λέξεις, γιατί συχνά ήταν λέξεις που είχαν χρησιμοποιήσει άλλοι άνθρωποι. Ήταν ο τρόπος που τις έλεγε. Και ο τρόπος που τις έλεγε προερχόταν από αυτά που έβλεπε.


Μια φορά, τα παλιά τα χρόνια, είπε- και μισή ώρα αργότερα, με την καθαρή, μεθοδική και καθόλου δραματική φωνή της, γεμάτη μικρούς ανοδικούς τόνους, σαν κυματιστό νερό, είχε πλύνει, ισιώσει και δέσει τις πληγές ολόκληρου του σπασμένου κόσμου. Με τη φροντίδα αυτής της φωνής, εάν δεν συνεχίζαμε να ξανασπάμε τον κόσμο, θα είχε γειάνει στ’ αλήθεια και εντελώς.


Αυτός ο καιρός είναι τώρα, και το όνομά της είναι Άλις Κέην. Γεννήθηκε σε έναν κόσμο- τη Βόρειο Ιρλανδία του 1908- όπου μία πλούσια και περίπλοκη προφορικότητα διατηρούσε επίμονα τη θέση της δίπλα σε μία μακρόχρονη παράδοση γραπτής λογοτεχνίας. Οι περισσότερες από τις ιστορίες που αφηγείται τώρα είναι ιστορίες που βρήκε σε βιβλία, αλλά δεν έμαθε να τις λέει από τα βιβλία. Σε έναν προφορικό πολιτισμό μία ιστορία είναι κάτι που ακούγεται, και μέσα σε μερικούς από αυτούς που την ακούν, η ιστορία γίνεται όραμα. Όσοι από τους ακροατές μαθαίνουν να βλέπουν την ιστορία, μπορούν, αργότερα, να την αφηγηθούν. Εκείνοι που δεν τη βλέπουν, μπορούν να κάνουν μία περίληψη ή ακόμα και να την απαγγείλουν, αλλά αυτό δεν είναι το ίδιο με το να την πουν. Η Άλις Κέην βλέπει αυτό που λέει και λέει αυτό που βλέπει. Πολύ συχνά δεν έχει πάρει μόνο εικόνες, γεγονότα και ονόματα πρωταγωνιστών από ένα βιβλίο, αλλά και φράσεις αυτούσιες. Παρόλα αυτά, λέει την ιστορία αντί να απαγγέλει το κείμενο. Μπορεί να λέει την ίδια ιστορία πολλές φορές, και να επιμένει ότι τη λέει με τον ίδιο τρόπο, με τα ίδια λόγια κάθε φορά, αλλά κάθε αφήγηση είναι διαφορετική, γιατί κάθε αφήγηση γεννιέται εκ νέου από το όραμα.


Οι παραστάσεις της πράγματι μοιάζουν με τις συναυλίες πολλών σπουδαίων μουσικών. Δεν είναι ούτε ρεσιτάλ, με την αυστηρή έννοια (να παίζεις ένα κομμάτι ακριβώς όπως είναι γραμμένο νότα -νότα από την παρτιτούρα ή από μνήμης), ούτε καθαροί αυτοσχεδιασμοί, αλλά είναι ανα-δημιουργίες, ανα-οραματισμοί. Και οι ιστορίες, όπως βγαίνουν από μέσα της, είναι μουσική της σκέψης. Οι αρμονίες, οι διακυμάνσεις και οι ρυθμοί τους, είναι ενός μεγάλου ερμηνευτή ο οποίος βρίσκεται σε επαφή με μία μεγάλη παράδοση.


Με αυτόν τον τρόπο ψήνεται το αληθινό ψωμί, έτσι πιάνεται το αληθινό νερό από την πηγή. Δεν υπάρχουν δύο ολόιδιες φραντζόλες ούτε δύο ποτήρια με ολόιδιο νερό.


Ούτε τα βιβλία και οι ταινίες είναι το ίδιο με μία ζωντανή παράσταση. Μέσα σε αυτό το βιβλίο, καταγραμμένο από τις παραστάσεις της, το όραμα προσώρας ξεκουράζεται και τα λόγια είναι για λίγο ακινητοποιημένα. Περιμένουν να τα διαβάσει κάποιος για να ξανανάψει μέσα του το όραμα.


Θα γίνει αυτό. Οι ιστορίες βρίσκουν τους αφηγητές που χρειάζονται. Κουρνιάζουν μέσα μας όπως οι κουκουβάγιες και οι πάπιες του δάσους φωλιάζουν στα δέντρα. Πιο πολύ κι απ’ αυτό, μας χρησιμοποιούν για να αναπαράγονται. Αυτός είναι ένας από τους ρόλους, τους λίγους χρήσιμους ρόλους, που έχει αναλάβει το ανθρώπινο είδος στο οικοσύστημα του πλανήτη.


Αλλά ακόμη με εκπλήσσει ο τρόπος που οι ιστορίες και τα τραγούδια, και τα λόγια από τα οποία είναι φτιαγμένα διατηρούν τη μορφή τους για εκατοντάδες χρόνια και χιλιάδες χιλιόμετρα, όπως κάνουν και τα φυτά και τα ζώα στο διάστημα πολλών γενεών. Οι ιστορίες δεν αντιγράφονται, ξαναγεννιούνται, και κάθε επερχόμενη μονάδα είναι διαφορετική, αλλά το είδος, για μεγάλα διαστήματα, είναι ουσιαστικά το ίδιο. Ακόμη και οι μεγάλες και περίπλοκες ιστορίες αναπαράγουν τους εαυτούς τους, όχι λόγω της γραφής, αλλά παρά την ύπαρξή της. Δεν είναι το μικρότερο από τα κατορθώματα της Άλις Κέην ότι απέδειξε αναντίρρητα ότι η γραφή μπορεί, τελικά, να υπηρετήσει την προφορική παράδοση αντί να την εκτοπίσει.


Ένα βιβλίο, όπως ένα φυσερό ή ένα ποδήλατο, είναι ένα απλό είδος μηχανής, την κινητήριο δύναμη της οποίας προσφέρει ο αναγνώστης. Στην καλύτερη περίπτωση ένα βιβλίο είναι μία εύγλωττη, καλά οργανωμένη μηχανή, φτιαγμένη από φυτικές ίνες, έλαια και άνθρακα, και από τα εύθραυστα κόκαλα των γραμμάτων, χαραγμένα σε δύο διαστάσεις από μικροσκοπικές κινήσεις του χεριού. Αλλά ακόμη και το πιο καλοφτιαγμένο βιβλίο είναι σαν το ποδήλατο και όχι σαν το σώμα. Το βιβλίο δεν είναι ζωντανό, μπορεί να χρησιμεύει ακόμη στην ιστορία, όπως ένα νεκρό δέντρο μπορεί να είναι χρήσιμο για τα σκαθάρια και τους δρυοκολάπτες- ως τόπος κατοικίας και για τροφή, αλλά μέχρι να έρθει το πουλί στο δέντρο, ή ο αναγνώστης που είναι οραματιστής ακροατής στο βιβλίο, δεν μπορεί να συμβεί τίποτε.


Το βιβλίο διαφέρει όμως και από το ραδιόφωνο, την τηλεόραση και τον κινηματογράφο, όπως είναι διαφορετικό το ποδήλατο από τα αυτοκίνητα και τα φορτηγά και τα τραίνα. Αυτά τα οχήματα έχουν δικές τους μηχανές και προκαθορισμένη πορεία. Τα αυτοκίνητα και τα τραίνα έχουν συντομεύσει, τυποποιήσει και εξευτελίσει πολλών ανθρώπων τα ταξίδια. Το ραδιόφωνο και η τηλεόραση έχουν την ίδια επίδραση στις ιστορίες πολλών ανθρώπων, και τα σχολεία επηρεάζουν με αυτόν τον τρόπο το νου τους. Το κατόρθωμα της Άλις Κέην και αυτό που μας κληροδοτεί είναι ακόμη μεγαλύτερα, γιατί εξάσκησε την τέχνη της με σταθερότητα και χάρη σε μία δύσκολη εποχή. Έγινε πρεσβυτέρα της φυλής αλλά και όσων δεν ανήκουν σε καμιά φυλή.


Οι ιστορίες θρέφονται και επιβιώνουν μέσω καλλιτεχνών σαν και εκείνη. Διατηρούν έτσι, διανύοντας μεγάλες αποστάσεις, λεπτομερείς σχηματισμούς νοημάτων. Διατηρούν τα ονόματα και τις γενεαλογίες των θεών, την τοπογραφία των νεολιθικών χωριών, τους τρόπους και τις χειρονομίες των παλιών καιρών, και τα σχήματα που δημιουργούν τα μονοπάτια ανάμεσα στους κόσμους. Τα μονοπάτια, για παράδειγμα, που βρίσκονται ανάμεσα στον κόσμο του χωριού και τον κόσμο του δάσους, ανάμεσα στην παιδική ηλικία και το γάμο, την κοινότητα και τη μοναξιά, και τα μονοπάτια ανάμεσα στους κόσμους της ζωής και του θανάτου, και τους κόσμους της εγρήγορσης και του ονείρου.


Έχουμε πολλά ονόματα για τα διάφορα είδη ιστοριών, αλλά τέτοιοι όροι είναι ασαφείς για όλους εκτός από τους κριτικούς που τους κάνουν εύθραυστους. Αν η ιστορία έχει υφή ή δομή που μοιάζει ανεξάντλητη, τείνουμε να την ονομάσουμε ποίημα. Αν σχηματίζει μία μακριά αλυσίδα περιπετειωδών επεισοδίων μπορεί να το ονομάσουμε έπος. Αν βάζει ηρωικό ή τοτεμικό θεμέλιο στην Ιστορία μάλλον θα το ονομάσουμε θρύλο. Αν χαρτογραφεί τη δομή του κόσμου, ακόμα και μία μικρή γωνιά του κόσμου, οι πιθανότητες είναι να το ονομάσουμε μύθο. Αν κάνει να συναναστρέφονται οι θεοί και οι άνθρωποι με έμφαση στους θεούς, είναι πιθανό, πάλι, να την ονομάσουμε μύθο. Αν κάνει να συναναστρέφονται θεοί και άνθρωποι με έμφαση στους ανθρώπους, ή γυρνάει τον ανθρώπινο κόσμο ανάποδα, σαν πέτρα, για να δείξει την κρυμμένη, μαγική του πλευρά, μπορεί να το ονομάσουμε μαγικό παραμύθι.


Αυτού του είδους οι ιστορίες –που βρίσκονται στην προφορική παράδοση όλου του κόσμου- είναι η ειδικότητα της Άλις Κέην. Αυτό το λογοτεχνικό είδος είναι πολύ ανεπτυγμένο στην προφορική λογοτεχνία της Ρωσίας και της Ιρλανδίας, και από αυτές τις παραδόσεις έχει αντλήσει το υλικό της η Άλις Κέην. Αλλά το μαγικό παραμύθι είναι πολύ εξελιγμένο σε πολλές από τις προφορικές παραδόσεις των ιθαγενών της Αμερικής, της Ασίας και της Ωκεανίας. Οι ρίζες τους βρίσκονται βαθιά στην παλαιολιθική εποχή, αλλά μπορεί ακόμη να ευδοκιμεί στις ρημαγμένες αυλές και τα περιθώρια των μεγάλων αυτοκρατοριών, όπου αριστοκράτες και χωρικοί, με τα δύο πολύ διαφορετικά είδη της φτώχειας και του πλούτου τους, στέκονται στην κόψη της ανθρώπινης παρέμβασης, αντικρίζοντας το επίμονο πολύτιμο αίνιγμα του κόσμου.


Οι παχιές συλλογές της σύγχρονης επιστήμης της λογοτεχνίας- όπως, για παράδειγμα, η Εγκυκλοπαίδεια της Ποίησης και της Ποιητικής του Πρίνστον- δεν έχουν να πουν τίποτε για το δέος, ενώ έχουν πολλά να πουν για τη σάτιρα, την ειρωνεία, το πνεύμα και τα πιο επιφανειακά χαρακτηριστικά της στιχοποιίας. Όμως, ο θαυμασμός βρίσκεται στην καρδιά της ποίησης. Χωρίς το δέος, το πνεύμα είναι άδειο, και όλες οι περίπλοκες βελονιές του μέτρου, της ρίμας και της παρήχησης είναι κοροϊδία. Η Άλις Κέην ανοίγεται με στίχους καμιά φορά σε μερικές ιστορίες της, αλλά η ποίηση σε αυτές τις ιστορίες είναι το δέος που βρίσκεται στο κέντρο τους, και στη μουσική της σκέψης που τους δίνει το σχήμα τους από άκρη σε άκρη.


Οι ήρωες των μαγικών παραμυθιών είναι συχνά απίθανα πλάσματα, ανοιχτά και αυτά στο δέος. Είναι Δαυίδ, όχι Γολιάθ. Αν προέρχονται από καλή γενιά, οι πιθανότητες είναι να χάσουν κάθε προτέρημα πλούτου και θέσης πριν κατακτήσουν αυτό που ψάχνουν. Αν το κέρδος έρθει με περισσότερη ευκολία από αυτό, μάλλον θα χάσουν ότι κέρδισαν. Αλλά το πιο σημαντικό είναι, πιστεύω, ότι το μαγικό παραμύθι ανοίγεί πόρτες ή παράθυρα ανάμεσα στους κόσμους.


Ένας από αυτούς τους κόσμους στον οποίο αναφέρεται συχνά αυτό το βιβλίο, είναι ο κόσμος των νεράιδων (Faλrie). Συγγραφείς ήδη από την εποχή του Shelley θεωρούσαν χρήσιμο να γράφεται με αυτόν τον τρόπο, με διαλυτικά πάνω από το e, για να υπενθυμίζουν στους αναγνώστες τους και στους εαυτούς τους να μην χάνουν τη μεσαία συλλαβή. Προφέρεται όπως το έγραφαν συχνά οι συγγραφείς της εποχής των Τυδώρ: φέιερι (fayerie). Η Faλrie είναι η χώρα των fay, που ονομάζονται, σε άλλη διάλεκτο των Αγγλικών, fairies (νεράιδες). Αλλά είναι το σπίτι πολλών περισσότερων πλασμάτων. Είναι ο Άλλος Κόσμος, ή ένας από τους άλλους κόσμους, ακουμπισμένος και παράλληλος με τούτον, ο κόσμος πέρα από το φως της μέρας και το δρόμο, πέρα από το χαντάκι και το φράχτη, μακριά από τη Βουλή και τις καμπάνες της εκκλησίας, εκεί όπου οι θεσμοί των ανθρώπων δεν έχουν ισχύ. Στη Βόρειο Αμερική, αυτόν τον τόπο τον ονομάζουμε Φύση ή το Άγριο.


Εάν οι Faλrie και fairy μοιάζουν εύθραυστες και χαριτωμένες λέξεις αν τις συγκρίνουμε με αυτό, αξίζει τον κόπο να τις εξετάσουμε πιο προσεκτικά. Μερικοί μελετητές τις ετυμολογούν από το λατινικό fari και το ελληνικό φημί, να μιλώ. Αλλά η πραγματική ετυμολογία είναι διαφορετική. Ο Όμηρος, ο Πίνδαρος και άλλοι αρχαίοι ποιητές ονομάζουν τους σατύρους και τους κενταύρους φη̃ρες. Φήρ στον ενικό αριθμό. Αυτή η λέξη χρησιμοποιείται για πλάσματα που κυνηγούν και τα κυνυγούν, σημαίνει πλάσματα άγρια. Είναι αδερφή της λατινικής ferus, απόγονοι της οποίας στα αγγλικά περολαμβάνουν τις λέξεις feral, ferocious και fierce. Η Faλrie είναι, ή ήταν κάποτε, όχι μία παιδική χαρά γεμάτη μικρόσωμα παιχνίδια για νεαρά μυαλά, αλλά ο ίδιος ο μυθόκοσμος, που είναι ότιδήποτε βρίσκεται έξω από τον έλεγχό μας. Το Faλrie είναι ένα παλιό όνομα για τον μη ανθρώπινο κόσμο που περιβάλλει, τρέφει, και (καμιά φορά) ανέχεται όλους εμάς.


Μία από τις αξίες του μαγικού παραμυθιού είναι, τότε, ότι επικυρώνει τη σχέση ανάμεσα στους ανθρώπους και τους θεούς. Όχι ομάδες ή φυλές ανθρώπων και όχι τον παντοδύναμο και παντογνώστη Θεό, αλλά το συγκεκριμένο άτομο και τη συγκεκριμένη θεότητα. Το μαγικό παραμύθι είναι πολυθεϊστικό και παγανιστικό, ανεξάρτητα από το πόσα Ιουδαϊκά, Χριστιανικά ή Μωαμεθανικά εξαρτήματα κουβαλά. Οι θεοί του βρίσκονται κοντά και έχουν περιορισμένες δυνάμεις. Οι ανθρώπινοι πρωταγωνιστές του δεν έχουν την καλά παλιωμένη, δοκιμασμένη στη μάχη πονηριά του Οδυσσέα ή το ανάστημα του Αχιλλέα, και δεν έχουν πολεμιστές ή πλοία να κυβερνήσουν.


Το στοίχημα είναι πάντοτε μεγάλο σε ένα μαγικό παραμύθι. Ζωή και θάνατος, ή μία ευτυχισμένη ζωή ενάντια στην αποτυχία, ή ένας καλός γάμος αντί για δυστυχισμένος. Και υπάρχει ένα χαρακτηριστικό παλλιροϊκό κύμα, μία κίνηση μπρος- πίσω που σου κόβει την ανάσα ανάμεσα σε αυτόν τον κόσμο και τον άλλο, και κάτω- πάνω (ή πάνω κάτω) στη ζυγαριά. Αυτό είναι που κάνει το άκουσμα, ή την αφήγηση ενός μαγικού παραμυθιού συναρπαστική, σαν να βγάζεις το καγιάκ ΄ξω μέσα από τα κύματα που σπάνε, ή να γυρνάς έναν κάβο μέσα σε μικρή βάρκα, να βγαίνεις από το προστατευμένο νερό στη φουσκοθαλασσιά. Ένα μαγικό παραμύθι μας οδηγεί μέσα από τα βουνά της ψυχής, από ένα ψηλό πέρασμα. Είναι ακόμη εκπαίδευση στο να ζεις εδώ και τώρα. Οι κάτοικοι της Faλrie είναι ή αντιπροσωπεύουν υπαρκτά πράγματα. Η απρόσμενη συνάντηση μαζί τους στις ιστορίες είναι σα να βρίσκεσαι ξαφνικά στη μέση ενός κοπαδιού από δελφίνια ή δολοφόνους φάλαινες. Σε μία αληθινή ιστορία τα συναντάμε μόνοι μας, με τους δικούς τους όρους και στο δικό τους πεδίο, όχι στις πισίνες των ενυδρείων, την ώρα που, μπροστά σε πλήθη που ουρλιάζουν, οι εκπαιδευτές τους επιδεικνύουν τα κόλπα που τους έμαθαν.


Έτσι ο κόσμος του μαγικού παραμυθιού βρίσκεται κοντά στον κόσμο της αναζήτησης του οράματος. Είναι ένας κόσμος όπου οι άνθρωποι ανακαλύπτουν και τραβάνε τα όριά τους, εγκαθιστούν τις σχέσεις τους με τους μη ανθρώπινους γείτονές τους, και γνωρίζουν ένα σύμπαν το οποίο δεν, δε μπορούν, δε χρειάζεται να κατανοήσουν απόλυτα.


Το μαγικό παραμύθι μπορεί να κάνει και πολλά άλλα ακόμη, βεβαίως, αν το πιέσει κανείς. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν ένας πνευματώδης καθρέφτης της ανθρώπινης κοινωνίας, και μπορεί να ηχεί από λογοτεχνικό ύφος και ματαιοδοξία. Αυτού του είδους τα μαγικά παραμύθια ήταν στη μόδα στα σαλόνια του Παρισιού στο τέλος του 17ου αιώνα. Αυτά γράφτηκαν για να διαβάζονται, όχι να λέγονται, σε ένα κοινό ικανό να εκτιμήσει τις επίκαιρες και λογοτεχνικές αναφορές, τα σατιρικά πορτραίτα και τις ύπουλες αιχμές. Το κίνημα ξεκίνησε ο Charles Perrault, στον οποίο οφείλουμε τις πρώτες λογοτεχνικές παραλλαγές των ιστοριών της Μητέρας Χήνας, και οδηγήθηκε σε ένα είδος πρώιμης καρποφορίας από την Marie- Catherine d’ Aulnoy. Αλλά σε αυτήν την άκρη του φάσματος, το μαγικό παραμύθι έχει αφήσει τον κόσμο του μύθου και χρειάζεται άλλο όνομα. Το θέμα του δεν είναι η σχέση του ανθρώπου με το θείο, αλλά οι σχέσεις ανθρώπων με ανθρώπους, αν και οι νεράιδες, οι γάτες και οι μάγισσες γίνεται να αναλάβουν καταλυτικό ρόλο. Και το fairytale (παραμύθι) και όχι το wondertale (μαγικό παραμύθι) φαίνεται να είναι το όνομα που προτιμούσαν η d’ Aulnoy και οι συνεργάτες της.


Η Άλις Κέην γνώριζε καλά και αυτού του είδους τις ιστορίες. Αλλά η δουλειά της να λέει ιστορίες την οδήγησε στο μονοπάτι προς την αντίθετη κατεύθυνση, προς το άχρονο, προς το αρχέτυπο και μακριά από την επικαιρότητα. Οι ιστορίες της d’ Aulnoy, γραμμένες με τεράστια μαεστρία, επικεντρώνονται στο κοινό που αποζητούν, και στην αίσθηση της προνομιούχου ενορατικότητας αυτού του κοινού για τις επίγειες υποθέσεις. Η αφήγηση του μύθου επικεντρώνεται στο μύθο, και στο θέμα του μύθου, που είναι ο βαθύς, επαναλαμβανόμενος κόσμος. Ο μύθος λέγεται για να τραβήξει τους ακροατές του προς τα πίσω, να έρθουν πάλι σε επαφή με αυτόν τον κόσμο και έξω από την παγίδα των ασχολιών της καθημερινότητας και της επικαιρότητας. Ο Sean Kane, δάσκαλος και μελετητής πρώτης γραμμής, ο οποίος έχει ακούσει περισσότερο και πιο βαθιά από οποιονδήποτε άλλον τις ιστορίες που αφηγείται για περισσότερο από εξήντα χρόνια η θεία του Άλις, λέει ότι αυτό που ακούει μέσα στη φωνή της είναι «η μουσική της ανθρωπότητας που είναι συμφιλιωμένη με το χρόνο, και με τη γη, και με το θάνατο».


Ο χρόνος, η γη και ο θάνατος είναι ζωντανά πλάσματα, όπως είναι και οι ιστορίες, όσο υπάρχουν άλλα ζωντανά πλάσματα να τα θρέφουν, και για να θρέφουν και αυτά με τη σειρά τους.


Robert Bringhurst



Bowen Island, British Columbia


February 1995.





Πέμπτη 22 Φεβρουαρίου 2007

καλή αρχή

Μία ιστορία για καλή αρχή. Αφιερωμένη εξαιρετικά

Σε ποιόν; Μα σε όλους φυσικά.

Ηταν μια φορά ένας άνθρωπος που έβγαινε κάθε μέρα στο δρόμο και έλεγε ιστορίες χτυπώντας το τύμπανό του. Τον κορόιδευαν όλοι αλλά εκείνος, απτόητος, μέρα τη μέρα, μήνα το μήνα, χρόνο το χρόνο έβγαινε και έλεγε ιστορίες.

Ώσπου μία μέρα, όταν είχε πια γεράσει και είχαν ασπρίσει τα μαλλιά του, ένας νεαρός τον ρώτησε:

Γιατί χτυπιέσαι; Κανείς δεν σ’ ακούει, κανείς δεν αλλάζει.

Και του λέει ο γέροντας με τη γλυκειά φωνή του

Το ξέρω, αλλά είναι ανάγκη. Στην αρχή, όταν ήμουν νέος έβγαινα και φώναζα γιατί πίστευα ότι έτσι θα αλλάξιυν, όμως τώρα το κάνω για να θυμάμαι ποιός είμαι.