Πήγα σήμερα σε μία κηδεία. Από την Αττική Οδό είδα την Αθήνα, αλλά μδεν την είδα γιατί ήταν σκεπασμένη με ένα καπάκι καφέ και πήγαινα και έλεγα ότι όχι, ποτέ, ούτε με σφαίρες δεν θα ξαναφέρω τα παιδιά μου να ζήσουν εκεί μέσα.
Κηδέψαμε σήμερα τη γυναίκα που μεγάλωσε τη μάνα μου. Είχε έρθει κορίτσι από τα Στύρα και έμεινε με την οικογένεια της γιαγιάς μου. Μεγάλωσε τη μάνα μου και την αδερφή της και τα ξαδέρφια μου μετά γιατί εμείς μέναμε στο Λονδίνο. Έμαθε να διαβάζει μαζί με τη μάνα μου, όταν πήγε στο Δημοτικό. Μάζευε λεφτά και πήρε ένα οικόπεδο στην Αργυρούπολη και όλοι την κορόιδευαν τότε ότι θα μένει με τους λύκους. Παντρεύτηκε τον Τάκη, που ήταν ψηλός με μουστάκι και έβαφε. Όταν έβαφε τραγουδούσε και έκανε διάλειμμα πίνοντας το καφεδάκι του. Δεν τον είδα ποτέ θυμωμένο και δεν τον άκουσα ποτέ να φωνάζει. Όταν η ελένη έμεινε χήρα, νωρίς σχετικά, νομίζω ότι θύμωσε μαζί του.
Είδα και τα παιδιά τους, τα αγόρια. Τον Κώστα είχα να τον δω τριάντα χρόνια. Τότε τον φοβόμουν γιατί ήταν ζωηρός και όλο έμπλεκε και χτύπαγε, και πάντα είχε κάπου ράμματα. Σαν φλόγα δεν στεκόταν ποτέ και ήταν άγριος. Και εγώ από το Λονδίνο με καλούς τρόπους.
Έφυγε, μένει στο εξωτερικό. Δουλεύει με κακοποιημένα παιδιά.
Ο άλλος ψηλός, καλός. Έμεινε πίσω και γηροκόμησε τη μάνα του.
Η κηδεία έγινε με ανοιχτό φέρετρο. Πρόλαβα να ειδοποιήσω τη μάνα μου όταν μπήκαμε στην εκκλησία.
Χαιρέτησα σημερα ένα μικρό ή μεγάλο κομμάτι της παιδικής μου ηλικίας. Το βρήκα πάλι μεγαλωμένο, σφιχτό, σημερινό μπροστά μου.
Η Ελένη έφτιαχνε τους ωραιότερους λαχανοντολμάδες. Μια φορά πήγαμε στο μανάβη μαζί να πάρουμε λάχανο. Της πήρε ένα τέταρτο να διαλέξει αυτό που της έκανε.
Ο Θόδωρος, ο Κώστας, η Γεωργία. Ήμασταν πολύ χαρούμενοι που βλεπόμασταν.