Τρίτη 16 Οκτωβρίου 2007

more news when i manage to upload photos
ta sevi mou

Τρίτη 9 Οκτωβρίου 2007

ekeini

οκ το κατάλαβα. είναι φθόνος. αυτό είναι το κυρίαρχο, η ζήλεια που θέλει να καταστρέψει, να διαλύσει. και, τι περίεργο, μόλις το συνειδητοποίησα αυτό εκείνη άρχισε να μικραίνει, την έβλεπα, αδυνάτιζε, μίκραινε, ξεφούσκωνε, μέχρι που έγινε σαν αυτές τις κουκλίτσες από ξυλαράκια και πανιά που τις βάζεις κάτω από το μαξιλάρι σου και τους λες τον πόνο σου. και όταν την είδα έτσι, το μόνο που ήθελα να κάνω είναι να την πάρω στην χούφτα μου και να την παρηγρήσω εγώ.

και όλα αυτά γιατί δύο άνθωποι που μας ξέρουν και τις δύο καλά μου έκαναν και οι δύο την ίδια ερώτηση:

της έχεις πει τα σχέδιά σου;

Πέμπτη 6 Σεπτεμβρίου 2007

ΚΛΩΣΑ

"και τι θα μας πει ο βουλευτής μας άμα του ζητήσουμε κάτι;"
μη χέσω κοινοτικέ σύμβουλε κότα

"το δημοκρατικό μου δικαίωμα"
#$%&!! φοσιλοκουκουε

"τι λένε οι πρόεδροι των τοπικών οργανώσεων;"
ότι έχεις κουκούτσι μυαλό κοματοπατριώτη

Παρασκευή 31 Αυγούστου 2007

καραμελίτσες

οικοσκευή; πλάκα κάνουν. πού θα το βάλουν το ψυγείο;

αντί για χρήματα, επισκευές. τώρα, επιτόπου, πριν πέσουν οι δωρεές στη μαύρη τρύπα.

Τρίτη 28 Αυγούστου 2007

είδα την Εύβοια από ψηλά

δεν είναι ταινία καταστροφής, οι φλόγες καίνε στ' αλήθεια.

δεν θα πάω στη διαδήλωση

πολύ χαριτωμένο μου φαίνεται
όμορφο, εντυπωσιακό. θα σας πάρουν και οι κάμερες. βαφτείτε χτενιστείτε. προς θεού όμως μην θεωρήστε ότι κάνατε κάτι.
και μετά τη διαδήλωση, τι;
καφεδάκι, μπυρίτσα, ύπνος.
καληνύχτα

Δευτέρα 27 Αυγούστου 2007

...

είμαστε όλοι συνένοχοι
από το τέλος του πολέμου μέχρι σήμερα ψηφίζουμε και ανεχόμαστε κυβερνήσεις με μοναδικό γνώμονα τις πελατειακές σχέσεις. σε όλα τα επίπεδα, από το να βολευτεί το βαφτιστήρι μέχρι τις μεγάλες εταιρείες.
βολευόμαστε και μεις, να χτίσουμε, να λάβουμε τη σύνταξη, τη θεσούλα. νόμοι ασαφείς, χωρίς άποψη, θέση, όραμα. αυτοδιοίκηση αποδυναμωμένη και κομματικοποιημένη. καμία ανάληψη ευθύνης.
δεν υπάρχει καμία συνομωσία
μόνο η σιωπηρή ανοχή
ένοχοι είμαστε όλοι
όλοι όσοι ανεχτήκαμε
κράτος υπάρχει μη γελοιόμαστε
χρόνια τώρα το ψηφίζουμε

Τρίτη 24 Ιουλίου 2007

μέρος βήτον

κι άλλα κομμάτια σπαρμένα
δύο στο πρώτο της αθήνας, με τις δύο γιαγάδες, εκείνη των αναμνήσεων και εκείνη που με υιοθέτησε
στον κόκκινο μύλο ο πιανίστας που φεύγοντας κάλεσε και τον κολλητό του
στο γ'
με εκείνον που έζησε με ένα όνομα και θάφτηκε με άλλο
εκεί χώθηκε το κομμάτι που ήξερε
αυτό που να ζει
ήξερε
πώς
τι
οι λέξεις
οι πράξεις
ήξερε
τώρα μνήμη σφαγείο

Κυριακή 22 Ιουλίου 2007

μέρος άλφον

παραλία Σέσι


ένα κομάτι μου μένει εκεί αφού γυρίσω σπίτι μου


Ανδαλουσία


ένα κομάτι μου είναι εκεί, αφού είναι τα παιδιά


Ψηλορείτης


μάλλον δεν έχω κατέβει ακόμη, από πέρισυ

Καρθαία

εκεί βρίσκω τα μέσα μου

Παρασκευή 20 Ιουλίου 2007

εδεμ

τρώω το μηλαράκι μου


είπε η Εύα στον Αδάμ

Τρίτη 10 Ιουλίου 2007

ο σκορπιός με κοιτάει από τον ουρανό

έπλυνα δύο φλοκάτες και περιμένουν δύο παπλώματα. τα σκυλιά και τα γατιά ξαπλάρουν μέσα, γιατί έξω κάνει ζέστη. μπορεί να πάω για μπάνιο. μου λείπουν οι φίλοι. το βράδι λέω να πάω στην ερτ να δω τον φ. και τους πειρατές του. βασανίζω μία λύρα, πολίτικη, και μου ανταποδίδει το βασανιστήριο και με το παραπάνω.
άρχισα πάλι τις ραψωδίες. δύο τρεις στίχοι μετά βίας.
είμαι ο Οδυσσέας και μετά κολλάω. λέει τόσα πολλά αυτή η φράση, πώς να την κάνω σέηβ;;

κατά τα άλλα ο ήλιος εμφανίζεται κάθε πρωί
και τη νύχτα, όταν φυσάει το αεράκι, είναι σαν να έρχεται από τα αστέρια.

Δευτέρα 25 Ιουνίου 2007

xairete

Πήγα σήμερα σε μία κηδεία. Από την Αττική Οδό είδα την Αθήνα, αλλά μδεν την είδα γιατί ήταν σκεπασμένη με ένα καπάκι καφέ και πήγαινα και έλεγα ότι όχι, ποτέ, ούτε με σφαίρες δεν θα ξαναφέρω τα παιδιά μου να ζήσουν εκεί μέσα.

Κηδέψαμε σήμερα τη γυναίκα που μεγάλωσε τη μάνα μου. Είχε έρθει κορίτσι από τα Στύρα και έμεινε με την οικογένεια της γιαγιάς μου. Μεγάλωσε τη μάνα μου και την αδερφή της και τα ξαδέρφια μου μετά γιατί εμείς μέναμε στο Λονδίνο. Έμαθε να διαβάζει μαζί με τη μάνα μου, όταν πήγε στο Δημοτικό. Μάζευε λεφτά και πήρε ένα οικόπεδο στην Αργυρούπολη και όλοι την κορόιδευαν τότε ότι θα μένει με τους λύκους. Παντρεύτηκε τον Τάκη, που ήταν ψηλός με μουστάκι και έβαφε. Όταν έβαφε τραγουδούσε και έκανε διάλειμμα πίνοντας το καφεδάκι του. Δεν τον είδα ποτέ θυμωμένο και δεν τον άκουσα ποτέ να φωνάζει. Όταν η ελένη έμεινε χήρα, νωρίς σχετικά, νομίζω ότι θύμωσε μαζί του.

Είδα και τα παιδιά τους, τα αγόρια. Τον Κώστα είχα να τον δω τριάντα χρόνια. Τότε τον φοβόμουν γιατί ήταν ζωηρός και όλο έμπλεκε και χτύπαγε, και πάντα είχε κάπου ράμματα. Σαν φλόγα δεν στεκόταν ποτέ και ήταν άγριος. Και εγώ από το Λονδίνο με καλούς τρόπους.

Έφυγε, μένει στο εξωτερικό. Δουλεύει με κακοποιημένα παιδιά.

Ο άλλος ψηλός, καλός. Έμεινε πίσω και γηροκόμησε τη μάνα του.

Η κηδεία έγινε με ανοιχτό φέρετρο. Πρόλαβα να ειδοποιήσω τη μάνα μου όταν μπήκαμε στην εκκλησία.

Χαιρέτησα σημερα ένα μικρό ή μεγάλο κομμάτι της παιδικής μου ηλικίας. Το βρήκα πάλι μεγαλωμένο, σφιχτό, σημερινό μπροστά μου.

Η Ελένη έφτιαχνε τους ωραιότερους λαχανοντολμάδες. Μια φορά πήγαμε στο μανάβη μαζί να πάρουμε λάχανο. Της πήρε ένα τέταρτο να διαλέξει αυτό που της έκανε.

Ο Θόδωρος, ο Κώστας, η Γεωργία. Ήμασταν πολύ χαρούμενοι που βλεπόμασταν.

Παρασκευή 22 Ιουνίου 2007

τα λέμε

θα οδηγήσω. έχω ένα καφάσι με τρόφιμα κλπ. θα φάμε κανένα σουβλάκι. μετά τον κάμπο της Λάρισσας θα αρχίσουμε να ανηφορίζουμε. έχει στροφές. μετά έχει δέντρα. την άλλη φορά που πήγα είδα μία αλεπού και το αλεπουδάκι της να τη βυζαίνει. μετά θα κάτσουμε στον πλάτανο, από κάτω. μετά θα δω πολλούς γνωστούς, φίλους, παραμυθάδες. θα "αφηγηθούμε". θα πάμε για ύπνο. έχει έλατα, έχει φτέρες, έχει άγριες φράουλες.

Πέμπτη 14 Ιουνίου 2007

τα υπόλοιπα εννοούνται

από τις ιστορίες του Γραμματικού

Σπύρος Κόλλιας

Όταν ήταν ο πατέρας μου στο στρατό πήγε για πρώτη φορά στην Κρήτη, στο κέντρο να εκπαιδευτεί. Μετά από την Κρήτη τον βάλανε σ΄ένα καράβι, τον εβάλανε σ’ ένα καράβι και πήγε Θεσσαλονίκη. Λοιπόν εκεί τον εστείλανε κατευθείαν στις επιχειρήσεις. Στη Νάουσσα, στη Βέροια, Φλώρινα, εκεί που, τέλος πάντων, γινότανε εμφύλιος. Κινδυνεύει να σκοτωθεί εκεί, ειδικά στον Άη Γιώργη, στη Νάουσσα, απ’ ό,τι μας είχε πει τον κυνήγησε μία συναγωνίστρια και πήδηξε μιά μάντρα σ’ ενα ρέμα μέσα, στις φυλλωσσιές, μ’ ένα οπλοπολυβόλο στην πλάτη.

Πέρασε πολλά ο άνθρωπος, χιόνια, παγωνιές, κινδύνευσε να πάθει κρυοπαγήματα και ούτε επικοινωνία υπήρχε τότε με το χωριό, η μάνα του εδώ μόνη της, χήρα η κακομοίρα, περίμενε να ΄ρθει το παιδί της, κάποια στιγμή έμαθε ότι σκοτώθηκε στον πόλεμο. Και θρηνούσε. Καθότανε μόνη της, το σκεπτότανε, είχε ντυθεί στα μαύρα.

Τέλος πάντων, όταν απολύθηκε ο πατέρας μου, κατάφερε να φτάσει στο Γραμματικό τότε, με ό, τι μέσιν υπήρχε, μεταφορικό, λεωφορείο, ξέρω ΄γω, και με τα πόδια ακόμη περπάταγε και όταν έφτασε εδώ στην πλατεία συναντησε τη μάνα του να κάθεται σ΄ένα γειτονικό σπίτι, στο πλατύσκαλο. Είχε ήλιο, και ήτανε με σκυμμένο το κεφάλι, στενοχωρεμένη. Στάθηκε μπροστά της το παλλικάρι, είδε ότι δεν έδωσε σημασία η γιαγιά και ξερόβηξε.

Τότε σήκωσε τα μάτια της και τον είδε απέναντί της. Άνοιξε τα χέρια της, τον αγκάλιασε.

Τα υπόλοιπα εννοούνται.

Τετάρτη 13 Ιουνίου 2007

My Life is A Comic: Τα σκατά

My Life is A Comic: Τα σκατά

δείτε την ιστορία αυτή στο μπλογκ της Βασιλείας
μου αρέσει πολύ

Παρασκευή 8 Ιουνίου 2007

κουβέντες

από παιδί κι από τρελό

Τ: Είναι τέχνη
Μ: και ξέρεις παιδί μου τι είναι τέχνη;
Τ: (με σιγουριά) ναι, ξέρω.
Μ: πες μου λοιπόν, τι είναι τέχνη

με κοίταξε στα μάτια για πολλή ώρα, και είπε

Τ: Είναι τέχνη όταν είναι καλό.

Πέμπτη 7 Ιουνίου 2007

πάλι

πάλι μου ζητήσανε να τους πω ποιά παραμύθια θα πω σε μία εκδήλωση.
απαντώ έτσι:

Ποιό είναι το ποιό γρήγορο πράγμα στον κόσμο; Ο νους, λένε τα παραμύθια. Με το νου κάνουμε απίστευτα ταξίδια μέχρι να πεις κύμινο. Με τα παραμύθια ταξιδεύουμε με τη φαντασία μας σε άλλες χώρες, σε άλλα μέρη. Πηγαίνουμε εκεί όπου τελειώνει το φως της λάμπας, στην καρδιά του δάσους, στα λημέρια του λύκου. Έξω από πόλεις, χωριά, σπίτια. Έξω κι από το δρόμο που πάνε τα αυτοκίνητα.

Στο δρόμο βρίσκουμε βοηθούς που μας δίνουν μαγικά αντικείμενα. Με αυτά τα αντικείμενα μπορούμε να αντιμετωπίσουμε κινδύνους, τέρατα, λύκους ή ό, τι άλλο βρεθεί στο δρόμο μας.

Δεν ξέρω ποιά παραμύθια θα αφηγηθώ. Θα το ξέρω όταν βρεθώ σε εκείνο το μέρος και όταν δω τις φάτσες που θα περιμένουν να ακούσουν.

Όμως ξέρω ότι θα έχει ήρωες (θα ‘ναι η Σουσουράδα, θα ΄ναι ο μισοκοκκοράκος;) που βγαίνουν από το σπίτι τους για να ψάξουν κάτι. Στο δρόμο θα συναντήσουν περιπέτειες. Λιοντάρια, ίσως, λάμιες, αρκούδες, δράκους. Οι δράκοι στα παραμύθια δεν είναι πράσινοι, αυτά είναι φίδια ή κροκόδειλοι. Είναι μεγαλώσομοι, ανθρωπόμορφοι, έχουν υπερφυσική δύναμη αλλά κουκούτσι μυαλό.

Θα συναντήσουν κάποιον (άνθρωπο ή ζώο)που θα τους πει τι να κάνουν ή θα τους δώσει κάποιο χάρισμα. Δεν το δίνουν σε οποιονδήποτε, αλλά σε εκείνον που θα τους φερθεί με ευγένεια.

Έπειτα θα έχουν την ευκαιρία να χρησιμοποιήσουν αυτό το αντικείμενο, γλιτώνοντας από βέβαιο θάνατο. Στην πορεία συνήθως βρίσκουν και το ταίρι τους, και ζουν ευτυχισμένοι την υπόλοιπη ζωή τους.

Στη Βυτίνα, επειδή είναι βουνό και έχει δέντρα και βράχια, οι ιστορίες που θα πω σίγουρα θα έχουν να κάνουν με δάση, πέτρες, άγρια ζώα. Ένα από τα αγαπημένα θέματά μου είναι η σχέση του πολιτισμού με το άγριο, και πως τα παραμύθια μας συμβουλεύουν να μην φέρουμε στο σπίτι τα πράγματα που βρίσκουμε στο δάσος.

και σχολιάζω εδώ, έτσι:

αντιμετωπίζω την αφήγηση σαν τον κλαριτζή στα πανηγύρια. βλέπω τον κόσμο, σχηματίζω μία πρώτη θεωρία για το τι θέλει να ακούσει, παίζω. λίγο τσάμικο, λίγο καλαματιανό. αν δεν τσιμπάνε, να και τα συρτά. όπου χορεύουν, επιμένω. Στη ρούμελη τα τσάμικα αργά, λεβέντικα για να κάνουν τη φιγούρα τους. Ήρθε ο Μαγγας στο Γραμματικό, λέω ωραία θα ακούσω αυτά που ξέρω από το μεγάλο, αλλά πού...

δεν τσιμπάγαν στο αλαμαγγέν

να δεις όμως τι έγινε στο μπήκαν τα γίδια στο μαντρί, τα πρόβατα στη στρούγκα, βοσκοί γαρ οι ντόπιοι κι αρβανίτες. μας τσάκισε στο συρτό ο μεγάλος.

Δεν ετοιμάζω πρόγραμμα να το φορέσω στην κάθε περίσταση. έχω ρεπερτόριο, άμεση πρόσβαση σε πολλές ιστορίες, και αντλώ.

πετυχαίνει καλύτερα, ειδικά στα βουνά και στα λαγκάδια. άλλο το θέατρο κι η συναυλία, άλλο η ιστόρηση και το πανηγύρι.

σήμερα σε ένα σχολείο τα παιδιά ήταν ζωηρά και μιλούσαν (μου μιλούσαν). Πήγα για να πω ιστορίες για τη θάλασσα. Έλα όμως που οι ιστορίες που είχα σκεφτεί ήταν λίγο μεγάλες και περίπλοκες...

νάσασταν εκεί να βλέπατε πως η Σουσουράδα και το καρπούζι έγιναν θαλασσινές!

Κυριακή 3 Ιουνίου 2007

gia tous giatrous klp

αυτό το έβαλα σχόλιο στον κουκ που έχει ανοίξει ωραία συζήτηση. κάτω δεξια στα λινκς.

πιστεύω ότι οι αλμπάνηδες είναι η εξαίρεση.

δεν ξέρω τι σημαίνει αλμπάνηδες.

η εμπειρία μου από γιατρούς και νοσοκόμες στα δημόσια νοσοκομεία είναι ότι ΄΄οσοι γνώρισα εγώ προσωπικά εκεί μέσα είναι περίπου ή κυριολεκτικά ήρωες. εργάζονται σε απάνθρωπες συνθήκες και δεν χάνουν την ανθρωπιά τους, φροντίζουν και γιατρεύουν πολλούς ανθρώπους. έχω περάσει από όλα τα παίδων του λεκανοπεδίου, με δεκαήμερες τουλάχιστον νοσηλείες των παιδιών μου. του μικρού μάλιστα του έσωσαν τη ζωή. δεν πλήρωσα μία δραχμή. έχω εγχειριστεί η ίδια στον αγιο Σαββα το 1995. το πρώτο μου παιδί το γέννησα σε ιδιωτικό, το δεύτερο επέλεξα να το κάνω στο Αλεξάνδρα.
για το γιατρό που μου έκανε εγχείρηση (Φραγκάκης) μας είπανε γνωστοί του να μην τολμήσουμε να προσπαθήσουμε να του δώσουμε χρήματα ή δώρα γιατί θα μας πετάξει έξω.
τα προβλήματά μου λύθηκαν όλα χωρίς επιπλοκές ή άλλες συνέπειες.
συμφωνώ ότι όσοι γιατροί φέρονται αλλιώς είναι καθίκια και πρέπει να βρεθεί ο τρόπος να τιμωρούνται και να μην ασκούν την ιατρική. με σοβαρές και διαφανείς διαδικασίες όμως.
δεν έχει σχέση με την αμαλία αυτό το σχόλιο, το κορίτσι έπραξε άριστα.
ά ναι
το ίδιο ισχύει και για τους εκπαιδευτικούς που έχω γνωρίσει, και δεν είναι λίγοι γιατί μπαίνω σε πολλά σχολεία. οι περισσότεροι είναι άξιοι εκπαιδευτικοί, και όλοι τους ήρωες, στο δημόσιο σχολείο.
και οι εργαζόμενοι στις δομές ψυχικής υγείας. αυτοί είναι σούπερ ήρωες, γιατί έχουν επιπλέον συχνά κυλιόμενο ωράριο και τα μισά χρήματα από ότι οι δάσκαλοι. μιλάμε για βασικούς μισθούς.

θύμωσα πραγματικά πολύ με το σε ένα τσουβάλι όλοι, όλοι άχρηστοι.

Σάββατο 2 Ιουνίου 2007

Κοκ

Στο πάρκινγκ του Μετρό στην Κατεχάκη σήμερα κατά τις οκτώ, βραδάκι. Είμαι με τους γιους μου στο αυτοκίνητο και πηγαίνω αργά ψάχνοντας για θέση. Η γραμμή του «πήγαινε

» μοιάζει γεμάτη. Να σημειώσω ότι δεν είμαι δίμετρη, 1,68

γράφει η ταυτότητα και το αμάξι είναι μάλλον χαμηλό. Δεν βλέπω πάνω από τα αυτοκίνητα. Μπαίνει άλλο αυτοκίνητο στο πάρκιγκ, πίσω μου, και την ώρα που με πλησιάζει, κορνάρει. Σκέφτομαι ότι μάλλον δεν θέλει να παρκάρει, ή άλλαξε γνώμη, κάνω δεξιά και περνά φουριόζος.

Παίρνω τη στροφή, και τον βλέπω να ετοιμάζεται να παρκάρει στην πρώτη άδεια θέση. Τον πλησιάζω, κορνάρω, συνεχίζει. Βγάζω το κεφάλι μου από το παράθυρο και λέω, θυμωμένη αλλά όχι έξαλλη να πάει κάπου να μάθει τρόπους. Ανοίγει την πόρτα και κατεβαίνει. Πουκάμισο, ζώνη δερμάτινη, παντελόνι με τσάκιση. Δεν είναι τσόγλανος, δεν έχει όψη τσαμπουκαλή. Ψιλοφλώρος, ψιλογιάπης. Τι θέλετε, μου λέει. Του λέω κορνάρατε για να με περάσετε να πάρετε τη θέση, δεν έχετε τρόπους. Μου λέει: αφού παρενοχλούσατε, δεν είχε εκεί θέσεις και πηγαίνατε αργά.

Παρενοχλούσα;;;;

Επειδή πήγαινα πιο αργά από όσο ήθελε εκείνος να πάει.

Αν βρεθεί καμια γρια μπροστά του σε στενό πεζοδρόμιο τι θα της κάνει της παρενοχλητικής;

πιο πολύ φοβάμαι μήπως περάσει βιαστικά από το χωριό μας και βρεθεί στο δρόμο του κανένα παρενοχλητικό πλάσμα, τετράποδο η δίποδο.

Συγκίνηση

Για την Αμαλία

Με συγκίνησε η Αμαλία. Για το θάρρος της, που το ζήλεψα, και για την εικόνα του παιδιού που πονά και κανείς δεν μπορεί να βρει τη λύση.

Για τη μπλογκοφασαρία

Η μπλογκοφασαρία αξίζει τον κόπο, αν το φορτισμένο κλίμα ΄προκαλέσει τη διερεύνηση των καταγγελιώναπό τους αρμόδιους φορείς. Αν ωθήσει άλλους που βιώνουν παρόμοια προβλήματα στο σύστημα υγείας να τα καταγγείλουν επίσημα. Αν αυτές οι καταγγελίες φέρουν στο φως τα προβλήματα του ΕΣΥ και ωθήσουν την πολιτεία να λάβοει (για μια φορά) τα σωστά μέτρα. Με το στενό μαρκάρισμα των πολιτών. Τα μπλογκς ίσως να μπορούν να αναλάβουν μέρος της λειτουργίας του ελέγχου της εξουσίας. Τότε θα αξίζει να πανηγυρίσουν οι μπλόγκερς.

Δευτέρα 28 Μαΐου 2007

9 ετών



Αυτή είναι μία ιστορία που αφηγήθηκε η Αγγελική Αγγελή στην κόρη της Δήμητρα για να την φέρει ο εγγονός της Νίκος στο σχολείο που μαζεύαμε ιστορίες.


ανακάλυψα τη μηχανή του χρόνου. κάθε φορά που τη διαβάζω, γίνομαι ξανά εννέα χρονών. κι ας μη γνώρισα κατοχή. κι ας έκανα μπάνιο με μπρατσάκια, κουλούρες και βαραχοπέδιλα, από πάντα.



Όταν ήμουν 9 ετών, η μητέρα μου με έστειλε να πάω ένα φάρμακο για το μουλάρι που δούλευε ο πατέρας μου στη βάση Αγ. Μαρίνα Ευβοϊκού. Με το κάρο κουβαλούσε πέτρες και έφτιαχναν το δρόμο στα οχυρά των Γερμανών. Έφυγα από το χωριό με τα πόδια, παίρνοντας το μονοπάτι 2 ώρες μακριά από το χωριό Γραμματικό.


Φτάνοντας σε μία στάνη ήταν ένας βοσκός ονόματι Κωνσταντίνος Μαντάς και με ρώτησε:


“ποιανού είσαι, μικρή μου;”


“του Κώστα του Σιδέρη»


πρόσεξε, όταν φτάσεις στο πρώτο φυλάκιο των Γερμανών, μην προχωρήσεις, θα σου πει ο σκοπός ΑΛΤ ΠΙΚΟΥΛΟ.»


Όντως, έτσι έγινε. Δεν ήξερα Γερμανικά, και με νοήματα συνεννοηθήκαμε.


Προχωρώντας, δεν είχα δει μέχρι τα εννιά μου χρόνια θάλασσα και νόμιζα ότι ο δρόμος συνέχιζε μες στη θάλασσα και άρχισα να κλαίω, αλλά δεν έκανα πίσω, έπρεπε να τελειώσω τη δουλειά που μου ανέθεσαν.


Πέρασα κι άλλο φυλάκιο. Με τον ίδιο τρόπο συνεννοηθήκα και έφτασα στα οχυρά. Έδωσα το φάρμακο του πατέρα μου που το λέγαμε Βιζικάντι.


Εκεί που συνάντησα τον πατέρα μου τους είχαν δώσει φαγητό οι Γερμανοί και έτρωγαν φασόλια με χοιρινό.


Μέχρι τώρα που γέρασα η εικόνα αυτή είναι χαραγμένη στο μυαλό μου.

Τετάρτη 23 Μαΐου 2007

κογιοτε

Ο Κογιότε είναι ένας ήρωας των μύθων των ιθαγενών της Αμερικής. Ως ζώο είναι το Κογιοτ, ένα πλάσμα που μοιάζει με σκύλος

ή αλεπού, ή λύκος, ή τσακάλι, γιατί συνήθως είναι αδύνατος.

Στις ιστορίες συνήθως βρίσκει το μπελά του. Ποτέ δεν κάνει αυτό που του λένε, πάντα κάνει του κεφαλιού του, συνεχώς πεινάει, είναι τεμπέλης, κυνηγάει τις απολαύσεις. Επειδή είναι μαγικό πλάσμα, ακόμη κι όταν διαμελίζεται, ή λιώνει, ή σκάει, στην επόμενη ιστορία είναι πάλι ολόκληρος.

Πρώτη ιστορία του Κογιότε.

Ο Κογιότε μαθαίνει το κόλπο με τα μάτια.

Μιαι φορά ο Κογιότε πήγε βόλτα. Εκεί που πήγαινε είδε κάποιον να στέκεται απέναντι από ένα δέντρο. Τον είδε που έλεγε κάτι λόγια και πετάγονταν τα μάτια από το κεφάλι του και πήγαιναν και κολλούσαν σε ένα κλαρί του δέντρου. Ο Κογιότε εντυπωσιάτηκε πολύ από αυτό το κόλπο, και ήθελε να το κάνει και εκείνος, για να εντυπωσιάζει τον κόσμο.

Πήγε κοντά και παρακάλεσε τον άνθρωπο, που ήταν μεγάλος μάγος, να του μάθει το κόλπο.

Ο άνθρωπος του είπε ότι θα του το μάθει, αλλά ότι θα μπορεί να το κάνει μόνο τέσσερις φορές σε μία μέρα. Του είπε ότι αν το κάνει πέμπτη φορά τα μάτια του θα μείνουν κολλημένα. Ο Κογιότε υποσχέθηκε ότι θα προσέχει, και τότε ο άνθρωπος του είπε ότι για να κάνει το κόλπο θα λέει: «μάτια μου, πηγαίνετε στο…» Και για να γυρίσουν, έπρεπε να πει: «μάτια μου, γυρίστε πίσω.»

Ο Κογιότε κοίταξε το δέντρο και είπε: «μάτια μου, πηγαίνετε στο δέντρο.» και φφφσσστ! Τα μάτια του πετάχτηκαν από το κεφάλι του και κόλλησαν σε ένα κλαρί του δέντρου. Έβλεπαν τον κόσμο από ψηλά! Τα φώναξε να γυρίσουν πίσω, και αυτά πηδηξαν από το κλαρί και χώθηκαν πάλι στο κεφάλι του Κογιότε. Ο Κογιότε ευχαρίστησε τον άνθρωπο κι έφυγε να πάει στο χωριό να δείξει το κόλπο του στους ανθρώπους. Στο δρόμο που πήγαινε, είδε ένα πολύ ψηλό δέντρο. Στάθηκε μπροστά του, και διέταξε τα μάτια του να πάνε στο πιο ψηλό κλαδί. Αυτά πετάχτηκαν και πήγαν. Ωραία! Τα φώναξε να γυρίσουν, και πήρε πάλι το δρόμο.

Έξω από το χωριό συνάντησε κάτι παιδιά που έπαιζαν. «Να σας δείξω ένα καταπληκτικό κόλπο που ξέρω να κάνω;» τους είπε, και αμέσως διέταξε τα μάτια του να σταθούν στη μάντρα. Τα παιδιά έμειναν αποσβολωμένα με το κόλπο του Κογιότε. Τότε εκείνος τα διέταξε να γυρίσουν πίσω και πήγε προς την πλατεία του χωριού. Εκεί ήταν μαζεμένα κι άλλα παιδιά και έπαιζαν. Στα καφενεία είχε κόσμο που έπινε καφέδες, στο περίπτερο ψώνιζαν άλλοι και οι περαστικοί περνούσαν. Στάθηκε τότε ο Κογιότε στη μέση της πλατείας και είπε:

«Κοιτάξτε με όλοι! Δείτε τι μπορώ να κάνω!»

Τα παιδιά σταμάτησαν το παιχνίδι και μαζεύτηκαν γύρω του. Οι άνθρωποι στα καφενεία συνέχισαν να πίνουν τον καφέ τους. Ο κογιότε διέταξε τα μάτια του να σταθούν επάνω στο Ηρώωον, το μνημείο με τα ονόματα των πεσόντων στους πολέμους που βρισκόταν στην πλατεία.

«Ωωωω!» είπαν τα παιδιά. Οι καφέδες έμειναν να αιωρούνται ανάμεσα στα στόματα και τα πιάτα. Ο Κογιότε ένιωθε περήφανος. Όλα τα μάτια ήταν στραμμένα επάνω του.

Τότε εμφανίστηκαν από το δρόμο δυό γέροι. Δεν περπατούσαν πολύ γρήγορα, κι έτσι είχαν χάσει το θέαμα. Έτρεξαν τα παιδιά να τους πούνε τι έκανε ο Κογιότε, κι αυτοί δεν τα πίστευαν. Τότε ο Κογιότε είπε: «Έτσι, έ, θα σας δείξω!»

Και διέταξε τα μάτια του να σταθούν στο σταυρό της εκκλησίας. Ήταν όμως η πέμπτη φορά, κι αυτά δεν γύρισαν πίσω όταν τα φώναξε. Τα έψησε ο ήλιος και τσουρουφλίτηκαν, βράσανε εκεί πάνω, καταστράφηκαν.

Τυφλός ο Κογιότε, ντροπιασμένος, έσκυψε το κεφάλι και με την ουρά κάτω από τα σκέλια έφυγε από το χωριό. Σκουντουφλώντας και παραπατώντας βρήκε ένα δέντρο και κάθησε στη σκιά του.

Ύστερα από λίγο άκουσε μία ψιλή φωνούλα:

«Τι έχεις αδερφέ μου και είσαι τόσο στενοχωρημένος;»

Ήταν ένα ποντικάκι. Ο Κογιότε του είπε τι είχε πάθει, και το ποντικάκι τον λυπήθηκε.

«πάρε αδερφέ μου ένα από τα δικά μου μάτια, είναι μικρό, αλλά κάτι θα βλέπεις. Καλύτερα από τίποτε..»

Έτσι είπε το ποντίκι κι ευθύς το μάτι του βγήκε από το κεφάλι του και μπήκε στη θέση του ματιού του Κογιότε. Μόλις έγινε αυτό, ο Κογιότε είδε φως και ένιωσε μια επιθυμία να πλησιάσει τη γη, να πέσει στα τέσσερα και να βρει σποράκια. Χάρηκε πολύ και, αφού ευχαρίστησε το ποντίκι πήρε να περπατάει.

Είδε στο δρόμο μπροστά του ένα βόδι.

«Αδερφέ Κογιότε», του λέει το βόδι, «τι έπαθες και πας μονόπαντα και μυρίζεις το χώμα και τον αέρα, σαν ποντίκι;»

Του είπε πάλι την ιστορία ο Κογιότε. Το βόδι τον λυπήθηκε και του είπε:

«Πάρε αδερφέ μου ένα από τα δικά μου μάτια, έχω δύο, μου περισσεύουν. Εσύ το χρειάζεσαι περισσότερο από μένα.»

Μόλις είπε το βόδι αυτά τα λόγια, βγήκε το ένα του μάτι από την κόγχη του και μπήκε στο κεφάλι του Κογιότε. Τώρα είχε ένα μάτι τεράστιο και ένα μικρούλι. Έβλεπε πολύ καλύτερα, αν και τα λιβάδια με το χορτάρι του φαίνονταν τώρα σαν παγωτό σοκολάτα.

Αυτήν την ιστορία τη διάβασα στο βιβλίο του Lewis Hyde “Trickster makes this world”. Ο συγγραφέας αναφέρει ότι την άκουσε από τους ανθρώπους που τον είχαν πάρει με το αυτοκίνητό τους κάποτε που έκανε ωτοστόπ, όταν ήταν φοιτητής στην Αμερική. Επίσης βρίσκεται στο βιβλίο «American Indian myths and legends” των Richard Erdoes και Alphonso Ortiz. Tη διηγείται η Rachel Strange Owl, to 1971.

Δευτέρα 21 Μαΐου 2007

μια ιστορια

Ο Τούο Λαν, ο ζωγράφος.

Μία φορά και έναν καιρό, σε μία χώρα μακρινή, μέσα σε έναν χορταριασμένο κήπο, ήταν μια καλύβα. Μέσα στην καλύβα ζούσε ένας ζωγράφος που τον έλεγαν Τούο Λαν. Του Τούο Λαν του άρεσε να ζωγραφίζει ανθρώπινα πρόσωπα. Κάθε μέρα πήγαινε στην αγορά, εκεί όπου μαζευόταν πολύς κόσμος, καθόταν ΄στη σκια ενός δέντρου και παρατηρούσε τους ανθρώπους που περνούσαν μπροστά του. Όταν είχε δει εφτά πρόσωπα που του άρεσαν, πήγαινε σπίτι του και τα ζωγράφιζε. Όταν περνούσαν εφτά μέρες και είχαν μαζευτεί εφτά φορές εφτά πρόσωπα, τα κρεμούσε όλα στους τοίχους της καλύβας του και καθόταν και τα χάζευε. Ήταν η χαρά του.

Μία νύχτα, κοντά στα μεσάνυχτα, κάποιος χτύπησε την πόρτα της καλύβας του. Πήγε, άνοιξε την πόρτα, και είδε έναν άντρα ψηλό που είχε το κεφάλι του σκεπασμένο με μια κουκούλα. Φαινόταν μόνο η αστραπή των ματιών του. Μίλησε ο άντρας και είπε:

Είσαι ο Τούο Λαν, ο ζωγράφος;»

Είμαι», είπε ο Τούο Λαν.

Είμαι ο Χάρος και ήρθα να σε πάρω», λέει ο ξένος.

Μια στιγμή, να τελειώσω κάτι που κάνω, και έρχομαι.» είπε ο Τούο Λαν και πήγε παραμέσα στην καλύβα του και κάθησε στο καβαλέτο του.

Ο Χάρος θύμωσε. Προχώρησε μέσα στο δωμάτιο για να πάρει τον Τούο Λαν με το ζόρι, όπως συνήθιζε, και σήκωσε το χέρι του για να τον πιάσει από τον ώμο και να τον σηκώσει. Πριν προλάβει να τον αγγίξει, το μάτι του έπεσε στη ζωγραφιά που τελείωνε εκείνη την ώρα ο Τούο Λαν. Πάγωσε, έμεινε με το χέρι ανασηκωμένο. Ο Τούο Λαν εκείνη την ώρα έβαζε τις τελευταίες πινελιές στο χαμόγελο ενός κοριτσιού που είχε δει εκείνο το πρωί στην αγορά. Ο Χάρος δεν είχε ξαναδεί άνθρωπο να χαμογελάει. Οι άνθρωποι, την ώρα που πήγαινε να τους πάρει ήταν τρομαγμένοι, θυμωμένοι, απελπισμένοι, πονεμένοι. Τον κατέκλυσε η ομορφιά και η γλυκύτητα του χαμόγελου του κοριτσιού. Κατέβασε το χέρι του χωρίς να αγγίξει τον Τούο Λαν, γύρισε, βγήκε έξω κι έφυγε.

Επάνω στο Ουρανό, ο Θεός μετρούσε τις ψυχές που είχε φέρει ο Χάρος. Είδε ότι έλειπε μία και φώναξε τον Χάρο να έρθει αμέσως. Όταν έφτασε ο Χάρος στον Θεό, τον ρώτησε:

Χάρε, λείπει μία ψυχή. Ποιός είναι και τι συνέβη;»

Ο Χάρος κατέβασε το κεφάλι και είπε:

Είναι ο Τούο Λαν, ο ζωγράφος. Δεν μπόρεσα να τον πάρω.»

Ο Θεός είδε πόσο συγκινημένος ήταν ο Χάρος και παραξενεύτηκε. Τον διέταξε να πάει αμέσως να φέρει τον Τούο Λαν.

Ο Χάρος κατέβηκε πάλι στη γη και πήγε στην καλύβα του Τούο Λαν. Τον βρήκε στην πόρτα, ντυμένο, έτοιμο, με την τσάντα στο χέρι.

Λέει ο Τούο Λαν:

Άντε, σε περίμενα, πού εξαφανίστηκες;»

Ο Χάρος δεν είπε τίποτε, μόνο τον πήρε και τον ανέβασε στον Ουρανό.

Εκεί ο Θεός τον περίμενε.

Ωστε εσύ είσαι ο Τούο Λαν, ο ζωγράφος. Πες μου, τι έκανες και κατάφερες να μπερδέψεις τον ίδιο τον Χάρο;»

Ξέρετε,» λέει ο Τούο Λαν, «μου αρέσει να ζωγραφίζω πρόσωπα. Εκείνη την ώρα που ήρθε ο Χάρος τελείωνα το πορτραίτο ενός κοριτσιού. Έφτιαχνα το χαμόγελό της.»

Τότε ο Θεός τον ρώτησε:

Εξήγησέ μου σε παρακαλώ, Τούο Λαν, γιατί εσύ φτιάχνεις πορτραίτα ενώ όλοι οι συνάδελφοί σου φτιάχνουν τοπία;»

Λέει τότε ο Τούο Λαν

Να σας πω. Για μένα, τα πρόσωπα των ανθρώπων είναι τα ωραιότερα τοπία. Έχουν τα δικά τους βουνά, τις λίμνες, τις θάλασσες, τις χαράδρες και τα λαγκάδια τους. Κι όπως το ηλιοβασίλεμα δίνει τα χρώματά του στα σύννεφα και στα βουνά, όπως φυσά ο άνεμος και χορεύουν τα λιόδεντρα και τα χορτάρια, ΄΄ετσι τα συναισθήματα των ανθρώπων ζωντανεύουν τα πρόσωπά τους και η κάθε τους σκέψη περνά και κυματίζει στα μάτια τους, στα χείλη τους, στα φρύδια και τα μάγουλά τους.»

Τότε ο Θεός είπε στον Τούο Λαν να τον ακολουθήσει, και τον οδήγησε μέσα από μία πόρτα σε έναν κήπο. Ο Ήλιος έλαμπε ακίνητος στην κορφή του ουρανού. Στη μέση του κήπου υπήρχε ένα δέντρο, το δέντρο της ζωής. Από τις ρίζες του ανάβλυζε μία πηγή, η πηγή της ζωής. Ο Θεός έδειξε στον Τούο Λαν μία καρέκλα κι ένα καβαλέτο στημένα στη σκιά του δέντρου. Του είπε:

«Σε άκουσα, ζωγράφε Τούο Λαν. Σου δίνω αυτή τη θέση, δίπλα στήν πηγή της ζωής, εδώ όπου γεννιούνται οι ψυχές που πρόκειται να κατοικήσουν τα σώματα των ανθρώπων. Δουλειά σου θα είναι να τους φτιάχνεις τα πρόσωπά τους, αυτά που θα φορούν όσο πατούν στη γη.»

Μ’ αυτά τα λόγια γύρισε κι έφυγε ο Θεός. Κι ο Τούο Λαν κάθησε στη θέση του, έφτιαξε τις μπογιές του, έπιασε το πινέλο του κι άρχισε να ζωγραφίζει. Κι είναι εκεί, από τότε μέχρι σήμερα, ευτυχισμένος.

Αυτή την ιστορία την άκουσα από τον Ανρί Γκουγκό, και η καταγωγή της είναι από την Κίνα. Τη θυμάμαι πάντοτε όταν μπαίνω στο μετρό.

την θυμάμαι και κάθε φορά που διαβάζω το μπλογκ του Μάνου Αντώναρου. Ήθελα να το συνδέσω με ένα ποστ που έχει με φωτογραφίες, μετά με άλλο, όλα. Σήμερα του την αφιερώνω, χρ'ονια πολλά κύριε Αντώναρε.

κογιοτε


Πέμπτη 3 Μαΐου 2007

οταν θα πάω κυρά μου στο παζάρι

Γράφω βιαστικά. Την προηγούμενη Κυριακή μαζεύτηκαν στη Ραφήνα τα παιδιά του Δημοτικού σχολείου Γραμματικού με γονείς, ήρθαν και μερικοί από το Μαραθώνα. Περίπου

150

άνθρωποι. Θέλαμε να πάμε στην πλατεία, να καθήσουμε ειρηνικά, παιδική ήταν η πορεία εξάλλου, για να μας δει ο κόσμος που περνά και να ακουστούν τα αιτήματά μας. Θέλαμε επίσης να δώσουμε στον πρωθυπουργό τα γράμματα που είχαν γράψει τα παιδιά. Ήταν μία κίνηση αυθόρμητη και καθόλου οργανωμένη. Δεν είχε γίνει δηλαδή κατάλληλη προεργασία ώστε να κινητοποιηθούν και από άλλες περιοχές, για να γίνει μπούγιο. Από το Γραμματικό όμως ήρθαν σχεδόν όλα τα παιδιά. Δεν μας άφησαν να πλησιάσουμε στην πλατεία, είχαν κλείσει τον κεντρικό δρόμο με κλούβες κι έτσι σταθήκαμε εκεί μπροστά με τα πανώ και τα πλακάτ. Μία αντιπροσωπεία πήγε και στο σπίτι του πρωθυπουργού και παρέδωσε τα γράμματα στον υπεύθυνο ασφαλείας. Στόχος μας ήταν να δείξουμε ότι εκεί, στο Γραμματικό κατοικούν άνθρωποι, παιδιά, και ότι δεν είναι καμιά ερημιά ή ξερότοπος. Το πιο ωραίο σύνθημα που είπαμε ήταν

=ΚΑΡΑΜΑΝΛΗ Σ’ ΑΡΕΣΕΙ Ο ΚΟΚΚΟΡΑΣ ΣΤΟ ΣΕΣΙ=

Λέει δηλαδή ότι ερχονται άνθρωποι, ακόμη και ο Καραμανλής, να φάνε και ναπιούνε και να περάσουν καλά στο Σέσι που είναι η παραλία στην οποία βγάζει το ρέμα το χωροθετημένο. Και λέει να δούμε που θα πηγαίνετε να πάρετε αέρα εξοχής και θάλασσας όταν το Σέσι θα βουλιάξει στο σκουπίδι.

Ήρθαν και κανάλια, ρωτήσαν, τράβηξαν, τους δώσαμε και τα γράμματα. Όμως έσκασε μείζον πολιτικό ζήτημα και δεν υπήρχε χώρος στα δελτία. Μου είπαν ότι έδειξε ο Άλφα χτες διάφορα.

Εμείς εδώ τώρα λέμε καληνύχτα

ΚΙΚΙΡΙΚΙΚΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙ

Θα σε ξυπνάει κάθε πρωί….

Σάββατο 28 Απριλίου 2007

το αγομασήλεμα

Από όλα τα γράμματα των παιδιών του Δημοτικού σχολείου Γραμματικού ξεχώρισα αυτό του Μπλερίμ που πάει στην τρίτη τάξη. το μεταφέρω χωρίς να έχω εξασφαλίσει την άδειά του, θα του το πω αύριο κι αν διαφωνεί το κατεβάζω. Δεν έχω σκάννερ, δυστυχώς.

Αγαπητέ κ. Πρωθυπουργέ,

Σας γράφω ότι είμαι ένας μαθητής της Γ' τάξη και σας΄λέο και το μέρος μου είναι στο Γραμματικό. Και δεν θέλω να ερθεί εδώ το χυτά αν ερφεί φα μωλήνφουν όλα. Και πρεπεί να φήγομε από το χωριό και αφτό το χωριό είναι ήσυχο η συγκατίκη νιοθων πολύ χαλαρά και τα αυτοκίνητα δεν κάνουν θορύβο μόνο μερικά κάνουν θόριβο και δεν μας νιάζη αλά το πιο καλήτερο εδώ είναι μόνο να βλέπει το αγομασίλεμα όταν το βλέπεις στη παραλία και στα βουνά. Αν όμως έρθει εδο το χυτά θα πάη σε όλο το γραμματικό. και όχι μόνο τα ζώα θα πεθάνουν και το νερό δεν θα είναι καθαρό. και πρέπει να θηγούμε άλα εμείς δεν θελούμε να θηγούμε γιατί. Μπορή να ερφουν τζήγγανη και είναι ορέο το χωριό μας. κηρίε πρωθυπουργέ μόνο αφτά είναι τα μονοδηκα λόγια αντίο.

υπάρχουν κι άλλα χαριτωμένα γράμματα, τούτο με έκανε να κλάψω. το αγομασήλεμα είναι όλο δικό του.

Παρασκευή 27 Απριλίου 2007

Αναγούλα και ανατριχίλα.

το σύνθημα του Αντόνιο:

δεν θα μολύνουμε τη γη μας για να καθαρίσουμε μία πόλη που συνεχώς μολύνεται.

κειμενα

Αυτό είναι ένα κείμενο που έστειλα κάποτε (δεν θυμάμαι πότε) σε κάποιους (δεν θυμάμαι ποιούς) διοργανωτές που μου ζήτησαν τα κείμενα των ιστοριών που θα έλεγα.

Λίγα λόγια για την αφήγηση

Περιορίζοντας το αγαπημένο μου θέμα σε λίγες μόνο φράσεις, επιλέγω να δώσω έμφαση στην ανθρώπινη διάσταση της προφορικής αφήγησης. Το κείμενο των παραμυθιών που μπορεί να καταγραφεί σε ένα βιβλίο είναι ακριβώς αυτό που λέει η ονομασία του: ξαπλωμένο. Το κείμενο κοιμάται, βρίσκεται σε νάρκη ή σε ακόμη χειρότερη κατάσταση. Οι λέξεις, το περιεχόμενο, το θέμα των παραμυθιών, η «λογοτεχνική» μαεστρία του παραμυθά αποτελούν ένα ελάχιστο μέρος του τι συμβαίνει σε μία αφήγηση. Είναι το λιγότερο σημαντικό, όμως είναι το μόνο που μπορεί να καταγραφεί, να μετρηθεί, να μελετηθεί και, τελικά να εκτιμηθεί ώστε να μπορεί να πουληθεί, και γι’ αυτό εστιάζουμε σε αυτό. Τα άλλα, τα ανεκτίμητα, ποια είναι; Κατ’ αρχήν ο παραμυθάς μιλάει ο ίδιος, προσωπικά, και λέει ιστορίες που διαλέγει. Απευθύνεται σε ζωντανούς ανθρώπους που τον ακούνε εκείνη την ώρα, βρίσκονται μαζί στον ίδιο χώρο. Ανταποκρίνεται στα ερεθίσματα που δέχεται, είτε από το συγκεκριμένο χώρο, είτε από τις συνθήκες που επικρατούν, ακόμα και από το κοινό, άμεσα όταν του απευθύνονται. Η αφήγηση διαμορφώνεται από τα ερεθίσματα αυτά και μετατρέπεται σε μία κοινή εμπειρία, στην οποία μετέχουν όλοι οι παρόντες. Ο παραμυθάς δεν επιβάλλει εικόνες, δεν απευθύνεται σε θεατές, αλλά φροντίζει να γεννηθούν οι συνθήκες που επιτρέπουν στον καθένα που τον ακούει να δημιουργήσει ο ίδιος τις εικόνες αλλά και ναι διαμορφώσει την άποψή του για όσα πράττουν οι ήρωες των ιστοριών του. Η μαγεία του παραμυθιού, κατά τη γνώμη μου έγκειται στο ότι απαιτεί την ανθρώπινη παρουσία, τη συμμετοχή σε όλα τα επίπεδα της ύπαρξης, δηλαδή τη ψυχή, τη συνείδηση, τη σκέψη, το νου και το συναίσθημα για να υπάρξει. Είναι η τέχνη, η προφορική αφήγηση, που αντιστέκεται στη μαζικότητα και την ευκολία, αφού απαιτεί σεβασμό στο ανθρώπινο μέτρο (ιδανικό όριο για το μέγεθος του κοινού είναι η απόσταση που καλύπτει η ανθρώπινη φωνή χωρίς ενίσχυση) και δεν προσφέρει τίποτε «μασημένο», «έτοιμο» ή ευκολοχώνευτο. Η τέχνη της προφορικής αφήγησης μας έχει κληροδοτήσει έργα που καλύπτουν το φάσμα ολόκληρης της ανθρώπινης εμπειρίας, από την αυγή της ανθρωπότητας μέχρι σήμερα, και σχεδόν αδιανόητης καλλιτεχνικής εμβέλειας, από τα έπη του Ομήρου μέχρι σόκιν ανέκδοτα. Ναι, παραμύθια, να βρισκόμαστε και να τα λέμε.
Με τιμή,
Μάνια Μαράτου

Πέμπτη 19 Απριλίου 2007

θρηνήστε

  • θρηνήστε κάτοικοι του λεκανοπεδίου


ζώνεστε από βουνά σκουπιδιών


γύρω γύρω και παντού


σε χ'ωρους ακατάλληλους


που ξεχειλίζουν
θρηνήστε για την αδυναμία να βρεθεί βιώσιμη λύση


θρηνήστε το θάνατο της Αττικής


θρηνήστε που δεν αντιδράσατε εσεις και δεν φώναξε κανένας
όταν βούλιαξε το εργοστάσιο της ανακύκλωσης στη σκατολάσπη μας
που θέλετε τα σκουπίδια να πηγαίνουν "αλλού" από την πόρτα σας κι ας είναι απλώς λίγο παρακάτω.
κι ας είναι σε ένα ρεματάκι που βγάζει σε μία παραλία που έρχεστε για μπάνιο και ψαράκι και λέγατε: ονειρεμένο μέρος, και τόσο κοντα
και μεις μαζεύαμε τα σκουπιδάκια που αφήνατε στην παραλία ένα ένα.
τώρα δεν θα τα προλαβαίνουμε.


  • θρηνήστε που θαρθούν σε μέρη άγρια και απροσπέλαστα
    θρηνήστε για το "αττικό τοπίο" που θα υποστεί βιομηχανική χρήση γης
    κιας χτίζετε συνεχώς ωραία σπίτια για να έρθετε να μείνετε στην εξοχή
    κούνια που σας κούναγε


  • το συμβούλιο της Επικρατείας αποφάσισε λέει ότι είναι σωστό να γίνουν χωματερές, σόρυ, χυτά, γύρω γύρω μέσα στην Αττική
    να μην πηγαίνουν σε κεντρικές, επίπεδες, βιομηχανικές ζώνες κοντα σε εθνικούς δρόμους και σιδηρόδρομους
    να μην γίνεται εθνικός σχεδιασμός, αλλά περιφερειακός
    να έρθουν σε μέρη μικρά που θα κορεστούν σε πέντε, άντε το πολύ δέκα χρόνια
    το είπε και ο Κακλαμάνης
    να μην ανησυχούμε, λέει, είναι για λίγο.
    μετά δηλαδή τι θα γίνει;
    θα τα πάρετε πίσω;


  • και μην ακούσω ότι θα είναι τίποτε ωραία, καθαρά ανακυκλωμένα σκουπίδια
    χωρίς έλαια και μαργαρίνες, μπαταρίες και ό, τι άλλο πετάμε
    γιατί μούρχεται να γελάσω.


  • θρηνήστε το Μαύρο Βουνό του Γραμματικού
    που δεν ήταν μαύρο πριν αρχίσει αυτή η ιστορία, πράσινο ήταν.


  • το πρωί κελαϊδούσαν τα πουλιά. Τώρα, μες τη μαύρη νύχτα, ουρλιάζουν τα σκυλιά.


  • κοπιάστε, αν σας κοτάει.

Τετάρτη 18 Απριλίου 2007

eklampsi

το βρηκα
ασίκης
ασίκης είναι
ασίκης είναι ο cummings

Παρασκευή 6 Απριλίου 2007

καμμιγκς,λογωερωτα

Από το 1X1

XXII

κανένας άνθρωπος,αν οι άνθρωποι είναι θεοί· αλλά αν οι θεοί πρέπει

να είναι άνθρωποι,ο καμιαφορά μόνο άνθρωπος είναι τούτο

(πιο συνηθισμένο,γιατί κάθε αγωνία είναι ο καημός του·

και, αφού η χαρά του είναι πιο χαρά,σπανιότατο

-

-

κακός δαίμων,αν οι δαίμονες μιλούν την αλήθεια· αν οι άγγελοι λαμπαδιάζουν

-

-

από το δικό τους γενναιόδωρο εντελώς φως

άγγελος· ή(αφού κόσμους διάφορους αποστραφεί

παρά να προδώσει αμέτρητη μοίρα)

δειλός,γελωτοποιός,προδότης,ηλίθιος,ονειροπόλος,τέρας-

τέτοιος ήταν ποιητής και θα είναι και είναι

-όποιος λύσει τους βυθούς του τρόμου να υπερασπιστεί

την αρχιτεκτονική μιας ηλιαχτίδας με τη ζωή του:

και σμιλέψει αθάνατες ζούγκλες απελπισίας

να κρατήσει τον χτύπο της καρδιάς του βουνού στην παλάμη του

*****************

Και το πρωτότυπο:

XXII

no man,if men are gods;but if gods must

be men,the sometimes only man is this

(most common,for each anguish is his grief;

and,for his joy is more than joy,most rare)

-

-

a fiend,if fiends speak truth;if angels burn

-

-

by their own generous completely light,

an angel;or(as various worlds he’ll spurn

rather than fail immeasurable fate)

coward,clown,traitor,idiot,dreamer,beast-

such was a poet and shall be and is

-who’ll solve the depths of horror to defend

a sunbeam’s architecture with his life:

and carve immortal jungles of despair

to hold a mountain’s heartbeat in his hand

**********************

Κι άλλο ένα

XXIII

η αγάπη είναι πηγή όπου

τρελλοί πίνουν οι που σκαρφάλωσαν

πιο κατακόρυφα από ελπίδες οι φόβοι

μόνο ούτε ποτέ ονομασμένοι

βουνά περισσότερο παρά αν κάθε

γνωστή ολοσύνη εξαφανίζεται

-

-

εραστές είναι ανόητοι εκείνοι

ψηλότερες από φόβους ελπίδες

εραστές είναι εκείνοι που γονατίζουν

εραστές είναι ετούτοι που τα χείλη τους

θραύουν ανεφάνταστο ουραν’ο

βαθύτερη παράδεισος είναι κόλαση

Το ορίτζιναλ

XXIII

love is a spring at which

crazy they drink who’ve climbed

steeper than hopes are fears

only not ever named

mountains more if than each

known allness disappears

lovers are mindless they

higher than fears are hopes

lovers are those who kneel

lovers are these whose lips

smash unimagined sky

deeper than heaven is hell

fora

Πήρα φόρα και τα χώνω κόπυ πέηστ μετα από το μεσημέρι στη θάλασσα μούχε λείψει και πληκτρολογώ απόψε ομίχλη φεγγάρι ολοδικόμου απόψε κρεβάτι ολοδικόμου απόψε αστραφτερό βλεφαροσκόταδο βύθισμα σβήνει το φως

Καληνονειρονύχτα

Πέμπτη 5 Απριλίου 2007

στον αληθινό κόσμο

στον αληθινό κόσμο πήγα να κλείσω την καγκελόπορτα. ήταν πολύ ήσυχα και γυαλιστερά. τα βήματά μου ήταν κι αυτά ήαυχα και γυαλιστερά στα χαλίκια.

Τετάρτη 4 Απριλίου 2007

κρύο

οκ κάνει κρύο και έχει πολύ ησυχία εδώ γύρω. το πικ νικ μπορει να γίνει στο τζάκι και στην παραλία η βόλτα. Μεγαλοβδομάδα, άστατος καιρός. Μεγαλείο.

Δευτέρα 2 Απριλίου 2007

pique- nique

λέω την πέμπτη (Μεγάλη) να κατέβω στο Σέσι(μικρό) να κάνω πικ νικ. Η πρόσκληση είναι ανοιχτή. Έχει θάλασσα, παραλία, βουνό, Εύβοια απέναντι, ταβέρνες κοντά για την περίπτωση φρικτής κακοκαιρίας.
για λεπτομέρειες συνενοούμαστε

Τρίτη 27 Μαρτίου 2007

sta klefta

ενα βιαστικό

μα %^%$### βια
στο !#!#!#!# στι
κο^^^^^^
χε()()()()()
πο#####$#$#
πλα+_+_+
δα******
#$##$#$ κα<><><>
τια !#%$ εφυ &*(&*( γες ^*^&*
μα &*&*& πο ++++ τε++++
ρμι =-=-990-0-0-0 θα(*(*(*(*(
ρια ======
δια++++++++
τη ****** βυθιστεις %^%^ με $%$% σα#$#$
χτυλα_____
++++ μμμμμμμμμμμμμμμμμμμμ+++++

**************************************************&&&&&&&&&&&&&&&&&&
περιμ ρι ριμ ριμε με με νννννν++++++++++++++++*********************8
***************** ω&&&&&&&&&&&&&&&&&&

Δευτέρα 26 Μαρτίου 2007

κλειστόν λόγω διακοπής

ζητώ συγνώμη για την απουσία, θα επανέλθω μόλις αποκτήσω πάλι δική μου τηλεφωνική γραμμή

Κυριακή 18 Μαρτίου 2007

ΔΕ ΜΑΣΑΜΕ ΡΕ: H Eμπειρία Φοιτητή στη Kόλαση της Αστυνομίας

ΔΕ ΜΑΣΑΜΕ ΡΕ: H Eμπειρία Φοιτητή στη Kόλαση της Αστυνομίας

ok δεν το έχω ελέγξει αλλά δεν είναι κακό να το διαβάσουμε

και τώρα τι κάνουμε;
βαράμε αντιστασιακά πληκτρολόγια;
περιμένω προτάσεις

Παρασκευή 16 Μαρτίου 2007

παγκόσμια ημέρα ποίησης

την Τετάρτη το βράδι θα βρεθούμε

από την herinna

21η του Μάρτη, Παγκόσμια μέρα της ποίησης.

Ακόμα και ο πιο απομακρυσμένος από τη ποίηση άνθρωπος, φυλάει στην καρδιά του κάποιους στίχους, που κάπου, κάποτε, διάβασε, άκουσε, έγραψε ή εισέπραξε. Ωστόσο λίγες από τις ποιητικές μας στιγμές καταφέρνουμε να διασώσουμε μέσα στην τρεχάλα της ρουτίνας μας και τα καθημερινά προβλήματα. Για άλλους πάλι, τα πάντα αποτελούν αφορμή για ποίηση. Τόσο για τους μεν όσο και για τους δε, η παγκόσμια μέρα της ποίησης μοιάζει σαν ενός λεπτού σιγή ως ένδειξη σεβασμού και αναγνώρισης για το τεράστιο οικοδόμημα της κυρίως μέσα στις ψυχές μας, από τον Όμηρο μέχρι τις μέρες μας. Εμείς όμως δεν θα την βγάλουμε με σιωπή αυτό το λεπτό μας, αυτή τη σημαντική μέρα, αλλά θα διαβάσουμε και θα ακούσουμε τα ποιήματα των αγαπημένων ποιητών μας, Ελλήνων και μη, γνωστών και αγνώστων, άγνωστα και γνωστά. Η πρόσκληση απευθύνεται στον καθένα, φυλάει μέσα του και ψιθυρίζει από καιρό σε καιρό ένα δυο στίχους που τον συνοδεύουν, σε όλη τη πορεία της ζωής του, «Και με το φως του λύκου επανέρχονται…»

Η εκδήλωση θα γίνει στο χώρο του μικρού πολυτεχνείου, στις 21 Μαρτίου και ώρα κάπου μετά τις δέκα το βράδυ. Για περισσότερες πληροφορίες τηλέφωνο κλπ απευθυνθείτε μου στα σχόλια ή στο μέηλ της herinna. link δεξιά κάπου

Τετάρτη 14 Μαρτίου 2007

αχ

αρχαίο του Μεξικού, το βρήκα στο Of time, passion and knowledge του J. T. Fraser, όταν άνοιξα το βιβλίο να το χαζέψω, με κοίταζε αυτό:

Στον ουρανό, ένα φεγγάρι
στο πρόσωπό σου ένα στόμα.
Στον ουρανό , πολλά αστέρια:
στο πρόσωπό σου, μόνο ένα ζευγάρι μάτια

μέσα στη δροσοσταλίδα λάμπει ο ήλιος:
η δροσοσταλίδα πεθαίνει
Στα μάτια μου, που είναι ολοδικά μου, τα μάτια σου λάμπουν:
Εγώ-Εγώ ζω.

το ποτάμι χωρίς τέλος
συνεχίζει το δρόμο του
Πάει και πάει
πηγαίνει ο άνεμος, χωρίς τέλος.
Η ζωή περνά
δεν ξαναγυρνά.

ένα σχεδόν επίσημο και ένα ανεπίσημο

πρώτα το επίσημο

ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΥ ΑΥΤΟΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ

Για να αυτοσχεδιάσει κανείς με μαεστρία και επιτυχία, σε οποιαδήποτε τέχνη, πρέπει να είναι πολύ καλά προετοιμασμένος, με μία παρακαταθήκη τεχνικών και γνώσεων.

Για να αυτοσχεδιάσει κανείς δημιουργώντας ιστορίες, η εργαλειοθήκη πρέπει να περιέχει:

Φόρμες

Μυθολογική σκέψη

Τρόποι αφήγησης

Αποτελεσματική εικονοποιία

Ρεπερτόριο Μοτίβο

Όρεξη να ρισκάρει να βρεθεί στις πιο απίθανες

Μυθικές Συν

θήκες

Με άξονα πάντα την προφορικότητα η σαύρα θα ηγηθεί της αποστολής που θα εξερευνήσει τη ζούγκλα της μυθοπλασίας.

και τώρα το ανεπίσημο

Μιά ιστορία

Και άλλα περί αυτοσχεδιασμού

Μιά φορά όταν ήμουν μικρή αλλά όχι και τόσο, σε μία παρέα μουσικών βάλαμε κάτω το ρήαλ μπουκ που έχει όλα τα στάνταρ της τζαζ και παίζαμε. Εγώ έπαιζα κλασικό φλάουτο, στην ανωτέρα, ήξερα δηλαδή, και διάβαζα νότες. Παίζαμε τη μπλου μπόσσα, ωραίο το φλαουτάκι, και κάποια στιγμή μου λέει κάποιος τώρα αυτοσχεδιάζεις. Έγινα ο κογιότε που κρέμεται πάνω από το γκραν κάνυον και κοιτάει κάτω και μετά κοιτάει εμάς.γκλουπ! (μερσί ελισάβετ)

Ήθελα να τσιρίξω αλλά έβαλα τα κλάματα. Δεν ξαναακούμπησα μήτε ρήαλ μπουκ και αργότερα παράτησα και το φλάουτο. Δεν είμαι μουσικάρας είπα.

Πάει η απόλαυση, η χαρά και η χρόνια μελέτη

Τώρα θυμώνω που το σκέφτομαι

Γιατί να με πετάξουν ξυπόλητη στ αγκάθια, μικρόψυχοι ακούσιοι σαδιστές.

Το μόνο μου όπλο, που ήταν και τροχοπέδη, μουσικό αισθητήριο, κριτήριο επιμελώς καλλιεργημένο από γονείς και δασκάλους, να ξεχωρίζω το καλό στους άλλους.

Όμως κάθε δυσκολία φως, μία τροχοπέδη ήλιος

Εκείνο το και τώρα τι το χόρρορ βάκουι με συνόδευε πολλά χρόνια. Έχω κι άλλες ιστορίες τρόμου να αφηγηθώ για τον αυτοσχεδιασμό, αλλά να μη μακρυγορούμε. Το σκέφτηκα πολύ το ζήτημα και τώρα, μετά τις δύο μεγάλες βουτιές στα βαθιά της παραδοσιακής μουσικής και της προφορικής αφήγησης ξέρω ότι στο πεδίο του αυτοσχεδιασμου βγαίνεις γερά οπλισμένος

Σαν ιππότης του μεσαίωνα

Σαν τανκς τεθωρακισμένο με επιβάτες μπαλαρίνες

Σαν τον Σαργκάνη στο Καραϊσκάκη

Σαν νύφη κανακάρα

Σαν το μωρό που είπε μπα την ώρα που μπήκε ο μπα μπα ς

Ποιά είναι αυτά τα όπλα;

Τα λέμε άλλη φορά, σύντομα

Όλες οι υποψίες ευπρόσδεκτες

Δευτέρα 12 Μαρτίου 2007

όπλες άλα οοοπαα



Νόστος 1.


Τί μου είπε εκείνος;


“να με απαντήσουν με αγαλλίαση»


όχι αρχηγέ



μια γριά που τρόμαξε


ένα σκυλί κατέβασε τ’ αυτιά


κι η γυναίκα κοιτάζει, κοιτάζει



μόνο το φως από το τζάκι


πάνω στα μάγουλά της


χορεύει χαρούμενο


η γριά δεν το περίμενε


ο σκύλος μόνο περίμενε


κι η γυναίκα



δεν ξέρω


τώρααρχηγέδενξέρωοι σκέψειςστροβιλίζονται μαζίμετιςερωτήσεις ταχέριαμουθέλουν νατηνπιάσωνατησφίξωνατηβαρέσωνατηφιλήσω ποθητή ταπόδιαμου νατρέξουνκοντάτης νατρέξουνμακριάτης τη μυρίζω αλλάείναιμακριάεδώμπροστάμουμακριά


αρχηγέ


δεν κουνιέται


Τινακάνωσκίζομαιπονάωεδώμπροστάμουμόνοκοιτάωβλέπω




τις φλόγες να χορεύουν στα μάτια της



βλέπω


κοιτάω


βλέπω



εμένα.



Πέμπτη 8 Μαρτίου 2007

η πρώτη φορά

Παράθυρο στην Παγκόσμια Ιστορία

Μια φορά ήταν η πρώτη φορά, κι ήταν όταν ο άνθρωπος σηκώθηκε και τα τέσσερα πόδια του έγιναν δύο χέρια και δύο πόδια, και χάρη στα πόδια τα χέρια ελευθερώθηκαν και μπορούσαν να χτίσουν καλύτερα σπίτια απ' ότι οι κορφές των δέντρων και οι περιστασιακές σπηλιές. Και όταν βρέθηκαν όρθιοι, οι γυναίκες και οι άντρες ανακάλυψαν ότι μπορούσαν να κάνουν έρωτα πρόσωπο με πρόσωπο και στόμα με στόμα, και έμαθαν τη χαρά να κοιτάζονται στα μάτια μέσα στην αγκάλη των χεριών τους και τους κόμπους των ποδιών τους.

Eduardo Galeano, Walking Words

Κυριακή 4 Μαρτίου 2007

ευχαριστώ Σιμωνίδη

Μία γυναίκα με ένα μωρό στην αγκαλιά
Μέσα σε ένα κουτί
Στη μέση του πελάγους
Και γύρω η φουρτούνα λυσσομανάει.
Το μωρό κοιμάται.

Σάββατο 3 Μαρτίου 2007

φεγγάρια

Το φεγγάρι του σκουληκιού
Σήμερα η Πανσέληνος είναι το Φεγγάρι του σκουληκιού για τους ντόπιους Αμερικανούς. Το χώμα μαλακώνει, οι κοκκινολαίμηδες θα βρουν τροφή. Για τους πιο βόρειους είναι το Φεγγάρι του Κόρακα, γιατί τα κρωξίματά του δηλώνουν το τέλος του χειμώνα.

Και μία φεγγαρένια ιστορία από τη Σενεγάλη.

Ένας γέρος περπατούσε με το φως του φεγγαριού και είδε ένα σώμα να κείται στην άκρη του δρόμου. Κάλεσε τα ζώα να μαζευτούν, και τα προκάλεσε. «Ποιός από σας είναι θαρραλέος; Ποιός μπορεί να περάσει και το νεκρό και το φεγγάρι απέναντι, στην άλλη όχθη του ποταμού;»
Δύο χελώνες είπαν πως θα το κάνουν. Η πρώτη, που είχε μεγάλα νύχια, πήρε το φεγγάρι και πέρασε στην άλλη όχθη. Η δεύτερη, που είχε πιο μικρά νύχια, άρπαξε το νεκρό, αλλά πνίγηκε στο ποτάμι.
Γι’ αυτό το φεγγάρι κάθε φορά που πεθαίνει εμφανίζεται ξανά, αλλά ο άνθρωπος δεν ξαναγυρίζει.

μάτια

Το πρωί, στη μαύρη καγκελόπορτα, σαν σημαδάκι, μία πεταλούδα στο χρώμα της ώχρας. Την πλησίασα και είδα ότι είχε πάνω στα φτερά της, ψηλά, δεξιά και αριστερά, δύο άσπρα στίγματα, μικροσκοπικά, με μαύρο περίγραμμα. Σαν να με κοιτούσε.
Αργότερα, πήγα να βγω έξω και στάθηκε μπροστά στην εξώπορτα ένας νεαρός κοκκινολαίμης. Με κοιτούσε πολλή ώρα.
Θα ήθελα πολύ να ξέρω τι μου έλεγαν.
Το βράδι, στο σεμινάριο ένας μάγος μου χάρισε του κοράκου το φτερό.

Δευτέρα 26 Φεβρουαρίου 2007

στο μετρό

στο μετρό είδα σήμερα ένα ζευγάρι που περπατούσαν αγκαζέ. Τα βήματά τους ήταν απολύτως συγχρονισμένα, τόσο που από το πλάι έμοιαζαν σαν να ήταν ένας.

Σάββατο 24 Φεβρουαρίου 2007


περί παραμυθάδων







Όταν σου πω μια ιστορία


Η ιστορία είναι ψέμα



Αλλά σκέψου καλά,


Όμορφη κοπέλα, καλό παιδί


Η ιστορία είναι ψέμα


Ό, τι λέει αλήθεια.


Εισαγωγή στο The Dreamer Awakes της Alice Kane.


Μία φορά και έναν καιρό ήταν μία γυναίκα που έλεγε ιστορίες. Περνούσαν δίπλα της καμιά φορά άνθρωποι στο δρόμο, ή κάθονταν δίπλα της στο λεωφορείο, και νόμιζαν ότι ήταν σαν τις άλλες γυναίκες, αλλά ήταν και δεν ήταν. Ακόμη και ανάμεσα στις ιστορίες, όταν έλεγε τις λέξεις ένα κομμάτι ψωμί ή τις λέξεις ένα ποτήρι νερό, απέδιδε σε αυτά τα χρειώδη όλη την αξιοπρέπεια και τη μαγεία που κατείχαν πριν αρχίσουν τα ρολόγια να ηχούν ή να κόβονται τα νομίσματα ή να προέρχεται το φαγητό από καταστήματα. Έλυνε τα ξόρκια μόνο με τις λέξεις. Κι όμως δεν ήταν μόνο οι λέξεις, γιατί συχνά ήταν λέξεις που είχαν χρησιμοποιήσει άλλοι άνθρωποι. Ήταν ο τρόπος που τις έλεγε. Και ο τρόπος που τις έλεγε προερχόταν από αυτά που έβλεπε.


Μια φορά, τα παλιά τα χρόνια, είπε- και μισή ώρα αργότερα, με την καθαρή, μεθοδική και καθόλου δραματική φωνή της, γεμάτη μικρούς ανοδικούς τόνους, σαν κυματιστό νερό, είχε πλύνει, ισιώσει και δέσει τις πληγές ολόκληρου του σπασμένου κόσμου. Με τη φροντίδα αυτής της φωνής, εάν δεν συνεχίζαμε να ξανασπάμε τον κόσμο, θα είχε γειάνει στ’ αλήθεια και εντελώς.


Αυτός ο καιρός είναι τώρα, και το όνομά της είναι Άλις Κέην. Γεννήθηκε σε έναν κόσμο- τη Βόρειο Ιρλανδία του 1908- όπου μία πλούσια και περίπλοκη προφορικότητα διατηρούσε επίμονα τη θέση της δίπλα σε μία μακρόχρονη παράδοση γραπτής λογοτεχνίας. Οι περισσότερες από τις ιστορίες που αφηγείται τώρα είναι ιστορίες που βρήκε σε βιβλία, αλλά δεν έμαθε να τις λέει από τα βιβλία. Σε έναν προφορικό πολιτισμό μία ιστορία είναι κάτι που ακούγεται, και μέσα σε μερικούς από αυτούς που την ακούν, η ιστορία γίνεται όραμα. Όσοι από τους ακροατές μαθαίνουν να βλέπουν την ιστορία, μπορούν, αργότερα, να την αφηγηθούν. Εκείνοι που δεν τη βλέπουν, μπορούν να κάνουν μία περίληψη ή ακόμα και να την απαγγείλουν, αλλά αυτό δεν είναι το ίδιο με το να την πουν. Η Άλις Κέην βλέπει αυτό που λέει και λέει αυτό που βλέπει. Πολύ συχνά δεν έχει πάρει μόνο εικόνες, γεγονότα και ονόματα πρωταγωνιστών από ένα βιβλίο, αλλά και φράσεις αυτούσιες. Παρόλα αυτά, λέει την ιστορία αντί να απαγγέλει το κείμενο. Μπορεί να λέει την ίδια ιστορία πολλές φορές, και να επιμένει ότι τη λέει με τον ίδιο τρόπο, με τα ίδια λόγια κάθε φορά, αλλά κάθε αφήγηση είναι διαφορετική, γιατί κάθε αφήγηση γεννιέται εκ νέου από το όραμα.


Οι παραστάσεις της πράγματι μοιάζουν με τις συναυλίες πολλών σπουδαίων μουσικών. Δεν είναι ούτε ρεσιτάλ, με την αυστηρή έννοια (να παίζεις ένα κομμάτι ακριβώς όπως είναι γραμμένο νότα -νότα από την παρτιτούρα ή από μνήμης), ούτε καθαροί αυτοσχεδιασμοί, αλλά είναι ανα-δημιουργίες, ανα-οραματισμοί. Και οι ιστορίες, όπως βγαίνουν από μέσα της, είναι μουσική της σκέψης. Οι αρμονίες, οι διακυμάνσεις και οι ρυθμοί τους, είναι ενός μεγάλου ερμηνευτή ο οποίος βρίσκεται σε επαφή με μία μεγάλη παράδοση.


Με αυτόν τον τρόπο ψήνεται το αληθινό ψωμί, έτσι πιάνεται το αληθινό νερό από την πηγή. Δεν υπάρχουν δύο ολόιδιες φραντζόλες ούτε δύο ποτήρια με ολόιδιο νερό.


Ούτε τα βιβλία και οι ταινίες είναι το ίδιο με μία ζωντανή παράσταση. Μέσα σε αυτό το βιβλίο, καταγραμμένο από τις παραστάσεις της, το όραμα προσώρας ξεκουράζεται και τα λόγια είναι για λίγο ακινητοποιημένα. Περιμένουν να τα διαβάσει κάποιος για να ξανανάψει μέσα του το όραμα.


Θα γίνει αυτό. Οι ιστορίες βρίσκουν τους αφηγητές που χρειάζονται. Κουρνιάζουν μέσα μας όπως οι κουκουβάγιες και οι πάπιες του δάσους φωλιάζουν στα δέντρα. Πιο πολύ κι απ’ αυτό, μας χρησιμοποιούν για να αναπαράγονται. Αυτός είναι ένας από τους ρόλους, τους λίγους χρήσιμους ρόλους, που έχει αναλάβει το ανθρώπινο είδος στο οικοσύστημα του πλανήτη.


Αλλά ακόμη με εκπλήσσει ο τρόπος που οι ιστορίες και τα τραγούδια, και τα λόγια από τα οποία είναι φτιαγμένα διατηρούν τη μορφή τους για εκατοντάδες χρόνια και χιλιάδες χιλιόμετρα, όπως κάνουν και τα φυτά και τα ζώα στο διάστημα πολλών γενεών. Οι ιστορίες δεν αντιγράφονται, ξαναγεννιούνται, και κάθε επερχόμενη μονάδα είναι διαφορετική, αλλά το είδος, για μεγάλα διαστήματα, είναι ουσιαστικά το ίδιο. Ακόμη και οι μεγάλες και περίπλοκες ιστορίες αναπαράγουν τους εαυτούς τους, όχι λόγω της γραφής, αλλά παρά την ύπαρξή της. Δεν είναι το μικρότερο από τα κατορθώματα της Άλις Κέην ότι απέδειξε αναντίρρητα ότι η γραφή μπορεί, τελικά, να υπηρετήσει την προφορική παράδοση αντί να την εκτοπίσει.


Ένα βιβλίο, όπως ένα φυσερό ή ένα ποδήλατο, είναι ένα απλό είδος μηχανής, την κινητήριο δύναμη της οποίας προσφέρει ο αναγνώστης. Στην καλύτερη περίπτωση ένα βιβλίο είναι μία εύγλωττη, καλά οργανωμένη μηχανή, φτιαγμένη από φυτικές ίνες, έλαια και άνθρακα, και από τα εύθραυστα κόκαλα των γραμμάτων, χαραγμένα σε δύο διαστάσεις από μικροσκοπικές κινήσεις του χεριού. Αλλά ακόμη και το πιο καλοφτιαγμένο βιβλίο είναι σαν το ποδήλατο και όχι σαν το σώμα. Το βιβλίο δεν είναι ζωντανό, μπορεί να χρησιμεύει ακόμη στην ιστορία, όπως ένα νεκρό δέντρο μπορεί να είναι χρήσιμο για τα σκαθάρια και τους δρυοκολάπτες- ως τόπος κατοικίας και για τροφή, αλλά μέχρι να έρθει το πουλί στο δέντρο, ή ο αναγνώστης που είναι οραματιστής ακροατής στο βιβλίο, δεν μπορεί να συμβεί τίποτε.


Το βιβλίο διαφέρει όμως και από το ραδιόφωνο, την τηλεόραση και τον κινηματογράφο, όπως είναι διαφορετικό το ποδήλατο από τα αυτοκίνητα και τα φορτηγά και τα τραίνα. Αυτά τα οχήματα έχουν δικές τους μηχανές και προκαθορισμένη πορεία. Τα αυτοκίνητα και τα τραίνα έχουν συντομεύσει, τυποποιήσει και εξευτελίσει πολλών ανθρώπων τα ταξίδια. Το ραδιόφωνο και η τηλεόραση έχουν την ίδια επίδραση στις ιστορίες πολλών ανθρώπων, και τα σχολεία επηρεάζουν με αυτόν τον τρόπο το νου τους. Το κατόρθωμα της Άλις Κέην και αυτό που μας κληροδοτεί είναι ακόμη μεγαλύτερα, γιατί εξάσκησε την τέχνη της με σταθερότητα και χάρη σε μία δύσκολη εποχή. Έγινε πρεσβυτέρα της φυλής αλλά και όσων δεν ανήκουν σε καμιά φυλή.


Οι ιστορίες θρέφονται και επιβιώνουν μέσω καλλιτεχνών σαν και εκείνη. Διατηρούν έτσι, διανύοντας μεγάλες αποστάσεις, λεπτομερείς σχηματισμούς νοημάτων. Διατηρούν τα ονόματα και τις γενεαλογίες των θεών, την τοπογραφία των νεολιθικών χωριών, τους τρόπους και τις χειρονομίες των παλιών καιρών, και τα σχήματα που δημιουργούν τα μονοπάτια ανάμεσα στους κόσμους. Τα μονοπάτια, για παράδειγμα, που βρίσκονται ανάμεσα στον κόσμο του χωριού και τον κόσμο του δάσους, ανάμεσα στην παιδική ηλικία και το γάμο, την κοινότητα και τη μοναξιά, και τα μονοπάτια ανάμεσα στους κόσμους της ζωής και του θανάτου, και τους κόσμους της εγρήγορσης και του ονείρου.


Έχουμε πολλά ονόματα για τα διάφορα είδη ιστοριών, αλλά τέτοιοι όροι είναι ασαφείς για όλους εκτός από τους κριτικούς που τους κάνουν εύθραυστους. Αν η ιστορία έχει υφή ή δομή που μοιάζει ανεξάντλητη, τείνουμε να την ονομάσουμε ποίημα. Αν σχηματίζει μία μακριά αλυσίδα περιπετειωδών επεισοδίων μπορεί να το ονομάσουμε έπος. Αν βάζει ηρωικό ή τοτεμικό θεμέλιο στην Ιστορία μάλλον θα το ονομάσουμε θρύλο. Αν χαρτογραφεί τη δομή του κόσμου, ακόμα και μία μικρή γωνιά του κόσμου, οι πιθανότητες είναι να το ονομάσουμε μύθο. Αν κάνει να συναναστρέφονται οι θεοί και οι άνθρωποι με έμφαση στους θεούς, είναι πιθανό, πάλι, να την ονομάσουμε μύθο. Αν κάνει να συναναστρέφονται θεοί και άνθρωποι με έμφαση στους ανθρώπους, ή γυρνάει τον ανθρώπινο κόσμο ανάποδα, σαν πέτρα, για να δείξει την κρυμμένη, μαγική του πλευρά, μπορεί να το ονομάσουμε μαγικό παραμύθι.


Αυτού του είδους οι ιστορίες –που βρίσκονται στην προφορική παράδοση όλου του κόσμου- είναι η ειδικότητα της Άλις Κέην. Αυτό το λογοτεχνικό είδος είναι πολύ ανεπτυγμένο στην προφορική λογοτεχνία της Ρωσίας και της Ιρλανδίας, και από αυτές τις παραδόσεις έχει αντλήσει το υλικό της η Άλις Κέην. Αλλά το μαγικό παραμύθι είναι πολύ εξελιγμένο σε πολλές από τις προφορικές παραδόσεις των ιθαγενών της Αμερικής, της Ασίας και της Ωκεανίας. Οι ρίζες τους βρίσκονται βαθιά στην παλαιολιθική εποχή, αλλά μπορεί ακόμη να ευδοκιμεί στις ρημαγμένες αυλές και τα περιθώρια των μεγάλων αυτοκρατοριών, όπου αριστοκράτες και χωρικοί, με τα δύο πολύ διαφορετικά είδη της φτώχειας και του πλούτου τους, στέκονται στην κόψη της ανθρώπινης παρέμβασης, αντικρίζοντας το επίμονο πολύτιμο αίνιγμα του κόσμου.


Οι παχιές συλλογές της σύγχρονης επιστήμης της λογοτεχνίας- όπως, για παράδειγμα, η Εγκυκλοπαίδεια της Ποίησης και της Ποιητικής του Πρίνστον- δεν έχουν να πουν τίποτε για το δέος, ενώ έχουν πολλά να πουν για τη σάτιρα, την ειρωνεία, το πνεύμα και τα πιο επιφανειακά χαρακτηριστικά της στιχοποιίας. Όμως, ο θαυμασμός βρίσκεται στην καρδιά της ποίησης. Χωρίς το δέος, το πνεύμα είναι άδειο, και όλες οι περίπλοκες βελονιές του μέτρου, της ρίμας και της παρήχησης είναι κοροϊδία. Η Άλις Κέην ανοίγεται με στίχους καμιά φορά σε μερικές ιστορίες της, αλλά η ποίηση σε αυτές τις ιστορίες είναι το δέος που βρίσκεται στο κέντρο τους, και στη μουσική της σκέψης που τους δίνει το σχήμα τους από άκρη σε άκρη.


Οι ήρωες των μαγικών παραμυθιών είναι συχνά απίθανα πλάσματα, ανοιχτά και αυτά στο δέος. Είναι Δαυίδ, όχι Γολιάθ. Αν προέρχονται από καλή γενιά, οι πιθανότητες είναι να χάσουν κάθε προτέρημα πλούτου και θέσης πριν κατακτήσουν αυτό που ψάχνουν. Αν το κέρδος έρθει με περισσότερη ευκολία από αυτό, μάλλον θα χάσουν ότι κέρδισαν. Αλλά το πιο σημαντικό είναι, πιστεύω, ότι το μαγικό παραμύθι ανοίγεί πόρτες ή παράθυρα ανάμεσα στους κόσμους.


Ένας από αυτούς τους κόσμους στον οποίο αναφέρεται συχνά αυτό το βιβλίο, είναι ο κόσμος των νεράιδων (Faλrie). Συγγραφείς ήδη από την εποχή του Shelley θεωρούσαν χρήσιμο να γράφεται με αυτόν τον τρόπο, με διαλυτικά πάνω από το e, για να υπενθυμίζουν στους αναγνώστες τους και στους εαυτούς τους να μην χάνουν τη μεσαία συλλαβή. Προφέρεται όπως το έγραφαν συχνά οι συγγραφείς της εποχής των Τυδώρ: φέιερι (fayerie). Η Faλrie είναι η χώρα των fay, που ονομάζονται, σε άλλη διάλεκτο των Αγγλικών, fairies (νεράιδες). Αλλά είναι το σπίτι πολλών περισσότερων πλασμάτων. Είναι ο Άλλος Κόσμος, ή ένας από τους άλλους κόσμους, ακουμπισμένος και παράλληλος με τούτον, ο κόσμος πέρα από το φως της μέρας και το δρόμο, πέρα από το χαντάκι και το φράχτη, μακριά από τη Βουλή και τις καμπάνες της εκκλησίας, εκεί όπου οι θεσμοί των ανθρώπων δεν έχουν ισχύ. Στη Βόρειο Αμερική, αυτόν τον τόπο τον ονομάζουμε Φύση ή το Άγριο.


Εάν οι Faλrie και fairy μοιάζουν εύθραυστες και χαριτωμένες λέξεις αν τις συγκρίνουμε με αυτό, αξίζει τον κόπο να τις εξετάσουμε πιο προσεκτικά. Μερικοί μελετητές τις ετυμολογούν από το λατινικό fari και το ελληνικό φημί, να μιλώ. Αλλά η πραγματική ετυμολογία είναι διαφορετική. Ο Όμηρος, ο Πίνδαρος και άλλοι αρχαίοι ποιητές ονομάζουν τους σατύρους και τους κενταύρους φη̃ρες. Φήρ στον ενικό αριθμό. Αυτή η λέξη χρησιμοποιείται για πλάσματα που κυνηγούν και τα κυνυγούν, σημαίνει πλάσματα άγρια. Είναι αδερφή της λατινικής ferus, απόγονοι της οποίας στα αγγλικά περολαμβάνουν τις λέξεις feral, ferocious και fierce. Η Faλrie είναι, ή ήταν κάποτε, όχι μία παιδική χαρά γεμάτη μικρόσωμα παιχνίδια για νεαρά μυαλά, αλλά ο ίδιος ο μυθόκοσμος, που είναι ότιδήποτε βρίσκεται έξω από τον έλεγχό μας. Το Faλrie είναι ένα παλιό όνομα για τον μη ανθρώπινο κόσμο που περιβάλλει, τρέφει, και (καμιά φορά) ανέχεται όλους εμάς.


Μία από τις αξίες του μαγικού παραμυθιού είναι, τότε, ότι επικυρώνει τη σχέση ανάμεσα στους ανθρώπους και τους θεούς. Όχι ομάδες ή φυλές ανθρώπων και όχι τον παντοδύναμο και παντογνώστη Θεό, αλλά το συγκεκριμένο άτομο και τη συγκεκριμένη θεότητα. Το μαγικό παραμύθι είναι πολυθεϊστικό και παγανιστικό, ανεξάρτητα από το πόσα Ιουδαϊκά, Χριστιανικά ή Μωαμεθανικά εξαρτήματα κουβαλά. Οι θεοί του βρίσκονται κοντά και έχουν περιορισμένες δυνάμεις. Οι ανθρώπινοι πρωταγωνιστές του δεν έχουν την καλά παλιωμένη, δοκιμασμένη στη μάχη πονηριά του Οδυσσέα ή το ανάστημα του Αχιλλέα, και δεν έχουν πολεμιστές ή πλοία να κυβερνήσουν.


Το στοίχημα είναι πάντοτε μεγάλο σε ένα μαγικό παραμύθι. Ζωή και θάνατος, ή μία ευτυχισμένη ζωή ενάντια στην αποτυχία, ή ένας καλός γάμος αντί για δυστυχισμένος. Και υπάρχει ένα χαρακτηριστικό παλλιροϊκό κύμα, μία κίνηση μπρος- πίσω που σου κόβει την ανάσα ανάμεσα σε αυτόν τον κόσμο και τον άλλο, και κάτω- πάνω (ή πάνω κάτω) στη ζυγαριά. Αυτό είναι που κάνει το άκουσμα, ή την αφήγηση ενός μαγικού παραμυθιού συναρπαστική, σαν να βγάζεις το καγιάκ ΄ξω μέσα από τα κύματα που σπάνε, ή να γυρνάς έναν κάβο μέσα σε μικρή βάρκα, να βγαίνεις από το προστατευμένο νερό στη φουσκοθαλασσιά. Ένα μαγικό παραμύθι μας οδηγεί μέσα από τα βουνά της ψυχής, από ένα ψηλό πέρασμα. Είναι ακόμη εκπαίδευση στο να ζεις εδώ και τώρα. Οι κάτοικοι της Faλrie είναι ή αντιπροσωπεύουν υπαρκτά πράγματα. Η απρόσμενη συνάντηση μαζί τους στις ιστορίες είναι σα να βρίσκεσαι ξαφνικά στη μέση ενός κοπαδιού από δελφίνια ή δολοφόνους φάλαινες. Σε μία αληθινή ιστορία τα συναντάμε μόνοι μας, με τους δικούς τους όρους και στο δικό τους πεδίο, όχι στις πισίνες των ενυδρείων, την ώρα που, μπροστά σε πλήθη που ουρλιάζουν, οι εκπαιδευτές τους επιδεικνύουν τα κόλπα που τους έμαθαν.


Έτσι ο κόσμος του μαγικού παραμυθιού βρίσκεται κοντά στον κόσμο της αναζήτησης του οράματος. Είναι ένας κόσμος όπου οι άνθρωποι ανακαλύπτουν και τραβάνε τα όριά τους, εγκαθιστούν τις σχέσεις τους με τους μη ανθρώπινους γείτονές τους, και γνωρίζουν ένα σύμπαν το οποίο δεν, δε μπορούν, δε χρειάζεται να κατανοήσουν απόλυτα.


Το μαγικό παραμύθι μπορεί να κάνει και πολλά άλλα ακόμη, βεβαίως, αν το πιέσει κανείς. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν ένας πνευματώδης καθρέφτης της ανθρώπινης κοινωνίας, και μπορεί να ηχεί από λογοτεχνικό ύφος και ματαιοδοξία. Αυτού του είδους τα μαγικά παραμύθια ήταν στη μόδα στα σαλόνια του Παρισιού στο τέλος του 17ου αιώνα. Αυτά γράφτηκαν για να διαβάζονται, όχι να λέγονται, σε ένα κοινό ικανό να εκτιμήσει τις επίκαιρες και λογοτεχνικές αναφορές, τα σατιρικά πορτραίτα και τις ύπουλες αιχμές. Το κίνημα ξεκίνησε ο Charles Perrault, στον οποίο οφείλουμε τις πρώτες λογοτεχνικές παραλλαγές των ιστοριών της Μητέρας Χήνας, και οδηγήθηκε σε ένα είδος πρώιμης καρποφορίας από την Marie- Catherine d’ Aulnoy. Αλλά σε αυτήν την άκρη του φάσματος, το μαγικό παραμύθι έχει αφήσει τον κόσμο του μύθου και χρειάζεται άλλο όνομα. Το θέμα του δεν είναι η σχέση του ανθρώπου με το θείο, αλλά οι σχέσεις ανθρώπων με ανθρώπους, αν και οι νεράιδες, οι γάτες και οι μάγισσες γίνεται να αναλάβουν καταλυτικό ρόλο. Και το fairytale (παραμύθι) και όχι το wondertale (μαγικό παραμύθι) φαίνεται να είναι το όνομα που προτιμούσαν η d’ Aulnoy και οι συνεργάτες της.


Η Άλις Κέην γνώριζε καλά και αυτού του είδους τις ιστορίες. Αλλά η δουλειά της να λέει ιστορίες την οδήγησε στο μονοπάτι προς την αντίθετη κατεύθυνση, προς το άχρονο, προς το αρχέτυπο και μακριά από την επικαιρότητα. Οι ιστορίες της d’ Aulnoy, γραμμένες με τεράστια μαεστρία, επικεντρώνονται στο κοινό που αποζητούν, και στην αίσθηση της προνομιούχου ενορατικότητας αυτού του κοινού για τις επίγειες υποθέσεις. Η αφήγηση του μύθου επικεντρώνεται στο μύθο, και στο θέμα του μύθου, που είναι ο βαθύς, επαναλαμβανόμενος κόσμος. Ο μύθος λέγεται για να τραβήξει τους ακροατές του προς τα πίσω, να έρθουν πάλι σε επαφή με αυτόν τον κόσμο και έξω από την παγίδα των ασχολιών της καθημερινότητας και της επικαιρότητας. Ο Sean Kane, δάσκαλος και μελετητής πρώτης γραμμής, ο οποίος έχει ακούσει περισσότερο και πιο βαθιά από οποιονδήποτε άλλον τις ιστορίες που αφηγείται για περισσότερο από εξήντα χρόνια η θεία του Άλις, λέει ότι αυτό που ακούει μέσα στη φωνή της είναι «η μουσική της ανθρωπότητας που είναι συμφιλιωμένη με το χρόνο, και με τη γη, και με το θάνατο».


Ο χρόνος, η γη και ο θάνατος είναι ζωντανά πλάσματα, όπως είναι και οι ιστορίες, όσο υπάρχουν άλλα ζωντανά πλάσματα να τα θρέφουν, και για να θρέφουν και αυτά με τη σειρά τους.


Robert Bringhurst



Bowen Island, British Columbia


February 1995.





Πέμπτη 22 Φεβρουαρίου 2007

καλή αρχή

Μία ιστορία για καλή αρχή. Αφιερωμένη εξαιρετικά

Σε ποιόν; Μα σε όλους φυσικά.

Ηταν μια φορά ένας άνθρωπος που έβγαινε κάθε μέρα στο δρόμο και έλεγε ιστορίες χτυπώντας το τύμπανό του. Τον κορόιδευαν όλοι αλλά εκείνος, απτόητος, μέρα τη μέρα, μήνα το μήνα, χρόνο το χρόνο έβγαινε και έλεγε ιστορίες.

Ώσπου μία μέρα, όταν είχε πια γεράσει και είχαν ασπρίσει τα μαλλιά του, ένας νεαρός τον ρώτησε:

Γιατί χτυπιέσαι; Κανείς δεν σ’ ακούει, κανείς δεν αλλάζει.

Και του λέει ο γέροντας με τη γλυκειά φωνή του

Το ξέρω, αλλά είναι ανάγκη. Στην αρχή, όταν ήμουν νέος έβγαινα και φώναζα γιατί πίστευα ότι έτσι θα αλλάξιυν, όμως τώρα το κάνω για να θυμάμαι ποιός είμαι.

Τετάρτη 31 Ιανουαρίου 2007